Βυζαντινή αυτοκρατορία

Βυζαντινή αυτοκρατορία
I
Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα αιώνες ακόμα την αυτόνομη ζωή του, ήταν το Βυζάντιο (η μεταγενέστερη χριστιανική Κωνσταντινούπολη), που είχαν ιδρύσει το 659 π.Χ. άποικοι από τα Μέγαρα στις ακτές του Βοσπόρου.
Ονομασία. Όσο και αν ερευνήσουμε τις πηγές, ελληνικές και ξένες, οι όροι βυζαντινός και βυζαντινή ιστορία, με τη σημασία του κατοίκου και της ιστορίας του κράτους, που πρωτεύουσά του είχε την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και ο όρος Β.α., είναι ανύπαρκτοι. Οι κάτοικοι του κράτους του Βοσπόρου ποτέ δεν χρησιμοποίησαν για τον εαυτό τους, το κράτος και την ιστορία τους το επίθετο βυζαντινός. Τους εαυτούς τους τούς ονόμαζαν Ρωμαίους, την αυτοκρατορία τους την έλεγαν Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πρωτεύουσά τους ήταν η Νέα Ρώμη. Ο όρος βυζαντινός είναι νεολογισμός. Τον εισήγαγε για πρώτη φορά ο Γ. Βολφ (1562), όταν ίδρυσε το Corpus Historiae byzantinae, και τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ, εκδότης της Βυζαντίδος του Λούβρου, προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: De Byzantinae historiae scriptoribus (1648). Το 1680 ο Δουκάγκιος τιτλοφόρησε το έργο του, στο οποίο διαπραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, Historia byzantina. Η βυζαντινή ιστορία είχε βρει πια τη θέση της στην επίσημη επιστημονική ορολογία. Από τότε ο επιστημονικός κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί τα ονόματα Β.α. και Βυζαντινοί για να δηλώσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και τους κατοίκους που ζούσαν μέσα στα όριά της.
Χώρος. Ό,τι εμείς καλούμε Β.α. δεν ήταν για τους κατοίκους της παρά μία αδιάσπαστη συνέχεια της παλαιότερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία κληρονόμησε τόσο στατικά όσο και δυναμικά τον γεωγραφικό χώρο μέσα στον οποίο έδρασε εκείνη· στατικά, επειδή τα όρια της νέας αυτοκρατορίας ήταν και όρια της παλιάς· και δυναμικά, επειδή πρώτιστη αποστολή της νέας αυτοκρατορίας ήταν η αποκατάσταση των ορίων της μέγιστης ρωμαϊκής ακμής: η έρημος της Αφρικής, ο Ατλαντικός, η Βόρεια θάλασσα, ο Ρήνος και ο Δούναβης, η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η έρημος της Συρίας και της Αραβίας, η Ερυθρά θάλασσα, η Άνω Αίγυπτος και η έρημος που αγκάλιαζε την Κυρηναϊκή. Αυτά ήταν τα σύνορα του παλαιότερου και αυτά όφειλαν να είναι τα σύνορα και του νέου ρωμαϊκού κράτους. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου τα σύνορα του κράτους μεταβάλλονταν και συρρικνώνονταν. Υπό την πίεση των διαφόρων επιδρομέων η αυτοκρατορία έχασε μία-μία τις κτήσεις της στη Δύση, στον Βορρά, στον Νότο και στην Ανατολή. Τελικά, περιορίστηκε στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, έως ότου και αυτή περιήλθε στους Τούρκους (1453).
Λαός. Στον τεράστιο χώρο όπου εκτεινόταν η Β.α., ζούσαν διάφοροι λαοί και φύλα: Έλληνες και εξελληνισμένα φύλα, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, υπολείμματα παλαιότερων μικρασιατικών λαών (Καππαδόκες, Φρύγες, Ίσαυροι), Ιλλυριοί και Θράκες, καθώς και υπολείμματα νεότερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Έτσι, η ιστορία των πρώτων αιώνων της Β.α. δεν είναι η ιστορία μόνο ενός λαού, ενός έθνους, αλλά ενός υπερεθνικού κράτους που αποτελείται από διάφορα εθνολογικά στοιχεία. Αυτό ακριβώς αποτελεί και το μεγαλείο του Βυζαντίου: ότι η αυτοκρατορία του Βοσπόρου ήταν μόρφωμα κρατικό με αποστολή εξόχως οικουμενική. Δεν περιοριζόταν στα στενά εθνολογικά πλαίσια ενός λαού, αλλά αγκάλιαζε όλο τον κόσμο. Η έκφραση όμως υπερεθνικό κράτος με οικουμενική αποστολή δεν πρέπει να μας αφήσει την εντύπωση ότι η προσφορά των διαφόρων εθνολογικών στοιχείων που ζούσαν στο Βυζάντιο ήταν η ίδια, ποσοτικά και ποιοτικά, και ότι όλοι οι λαοί που αναφέραμε και άλλοι ακόμα έπαιξαν τον ίδιο θετικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοκρατορίας. Όλοι αυτοί –Ιλλυριοί, Σκύθες, Ασιάτες, Σλάβοι, Αρμένιοι κ.ά.– αποτελούσαν απλώς το παροδικό και επιπόλαιο στοιχείο, το ερχόμενο και παρερχόμενο, που αφομοιωνόταν με την επίδραση των εκπολιτιστικών προσπαθειών του κράτους και της Εκκλησίας, και με τη δύναμη του έμμονου και σταθερού στοιχείου της βυζαντινής πολιτιστικής λάμψης, δηλαδή της λάμψης του ελληνισμού.
Διάφοροι μελετητές τονίζουν συχνά πως Αρμένιοι ή εκπρόσωποι άλλων εθνοτήτων έφτασαν στα ύψιστα αξιώματα ή ανέβηκαν ακόμα και στον αυτοκρατορικό θρόνο. Και με αυτό τον τρόπο θέλουν να επισημάνουν τη συμβολή του ενός ή του άλλου εθνολογικού στοιχείου στη ζωή και τη δράση της Β.α. Ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο που έπαιξαν οι διάφορες εθνότητες στη ζωή του κράτους. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως πρέπει να ιεραρχήσουμε την προσφορά τους. Εκτός αυτού, πρέπει να αναγνωρίσουμε και ένα άλλο αναμφισβήτητο γεγονός: από τηστιγμή που οι διάφοροι λαοί αποκτούσαν εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν βαθμιαία από το κράτος. Από την άλλη πλευρά, όσο οι Έλληνες αποκτούσαν επίγνωση του εαυτού τους, ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε ελληνικό, όχι μόνο στη γλώσσα και τον πολιτισμό αλλά και στη συνείδηση. Άλλωστε, είναι γεγονός αναγνωρισμένο ότι σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα κέντρα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Θεσσαλονίκη, που ενίσχυαν και μετέδιδαν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας: ο θρησκευτικός. Και με τα νάματα της χριστιανικής θρησκείας, με την ελληνική παιδεία και γλώσσα και με τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση, η Β.α. αποδείχτηκε πολιτιστική δύναμη ασύγκριτης ισχύος και κατόρθωσε να μεταβάλει τους πρωτόγονους αντιπάλους της σε δημιουργικά μέλη οικουμενικής πολιτιστικής κοινότητας.
Χρόνος. Όπως κάθε χρονική τομή και χρονικός διαχωρισμός της αέναης ιστορικής εξέλιξης, έτσι και τα χρονικά σημεία που προτείνουν για αφετηρία της Β.α. είναι συμβατικά. Μερικοί θεωρούν ότι αρχίζει με τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324)· άλλοι με τον θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου και τον διαχωρισμό του κράτους σε ανατολικό και δυτικό τμήμα (395)· άλλοι τοποθετούν την έναρξη της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στο 610, οπότε ανέρχεται στον θρόνο ο Ηράκλειος· άλλοι, τέλος, στο 717, που συμπίπτει με την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας των Ισαύρων. Μόνο ο Ε. Στάιν τόνισε ότι οι αρχές της ιστορίας της Β.α. πρέπει να τοποθετηθούν στο 284, έτος βασιλείας του Διοκλητιανού, οι μεταρρυθμίσεις του οποίου αποτέλεσαν τη βάση της οργάνωσης του νέου κράτους. Το πλήθος των χρονολογιών που αναφέραμε, καθεμία από τις οποίες έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της σε ό,τι αφορά την αποδοχή της, αποδεικνύει καθαρά ότι το πρόβλημα του καθορισμού των αρχών της ιστορίας του Βυζαντίου είναι από τα πιο δυσεπίλυτα. Και αυτό είναι φυσικό, αφού κάθε διαίρεση και τομή στην ενιαία ιστορική εξέλιξη είναι συμβατική και κρύβει μέσα της μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό υποκειμενικότητας και αυθαιρεσίας. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να δεχτούμε και να εφαρμόσουμε τομές στην ιστορική μας ύλη, καθώς μόνο με τον τρόπο αυτό θα πετύχουμε την καλύτερη εποπτεία της. Το μόνο που πρέπει να προσέχουμε κάθε φορά είναι οι τομές αυτές να γίνονται με ορθολογισμό, για να είναι όσο το δυνατόν εγκυρότερες. Για να το πετύχουμε αυτό, είναι απαραίτητο να εξακριβώσουμε προηγουμένως τα συστατικά στοιχεία του νέου κράτους και των φάσεων που παρουσιάζει η ιστορική του εξέλιξη.
Συστατικά στοιχεία του βυζαντινού κράτους είναι: (α) η μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή· (β) η ανοχή και κατόπιν η αναγνώριση του χριστιανισμού ως ισότιμης θρησκείας· (γ) η επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις· (δ) η μετακίνηση της πρωτεύουσας του κράτους στη σφαίρα επιρροής της ελληνικής γλώσσας· (ε) η πραγματοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας. Αν τα παρακολουθήσουμε με προσοχή, θα δούμε πως τα στοιχεία αυτά συμπυκνώνονται στις αρχές του 4ου αι. Γι’ αυτό τον λόγο δεχόμαστε, μαζί με άλλους ερευνητές, ως αφετηρία της βυζαντινής ιστορίας το 324, έτος μονοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα του ρωμαϊκού κράτους.
Το τέλος της βυζαντινής ιστορίας είναι εύκολο να το καθορίσουμε: το τοποθετούμε στο 1453, οπότε αλώθηκε η Πόλη και καταλύθηκε η Β.α. Το διάστημα μεταξύ των δύο αυτών χρονολογιών το διαιρούμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, καθεμία από τις οποίες υποδιαιρείται σε περισσότερα τμήματα. Έτσι έχουμε (α) την πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-565), που διακρίνεται σε τρεις επιμέρους φάσεις: την εποχή της θεμελίωσης του κράτους (324-378), την περίοδο των αγώνων κατά των αιρετικών και των ξένων (378-518) και τον αποκαλούμενο αιώνα του Ιουστινιανού (518-565)· (β) τη μεσοβυζαντινή περίοδο (568-1081), που διακρίνεται κι αυτή σχηματικά σε τέσσερις υποπεριόδους: την εποχή των νέων εχθρών του κράτους (565-717), την εποχή της ανασύνταξης (717-867), την εποχή της ακμής (867-1025) και την περίοδο υπονόμευσης (1025-81)· (γ) την υστεροβυζαντινή περίοδο (1081-1453), που καλύπτει τους τελευταίους τέσσερις αιώνες του κράτους και διακρίνεται στην εποχή των τελευταίων λάμψεων της Β.α. (1081-1204), στην περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας (1204-61), στην εποχή της έσχατης ανόρθωσης (1261-1328) και, τέλος, στην εποχή των εμφυλίων πολέμων και την αναπόφευκτη πτώση (1328-1453).
Ιστορία
Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565). Το βυζαντινό κράτος, ρωμαϊκό ακόμα στη διοίκηση, στο δίκαιο και στην επίσημη γλώσσα του, αναδιοργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού. Η ανάγκη αναδιοργάνωσης είχε γίνει πολύ επιτακτική, επειδή το κράτος την εποχή εκείνη είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους πατροπαράδοτους εξωτερικούς του εχθρούς, τους Πέρσες, αλλά και νέους αντιπάλους, όσους η μετανάστευση των λαών καθιστούσε απειλητικούς στα σύνορά του. Για περίπου πενήντα χρόνια το κράτος αντιμαχόταν τους Αλαμάνους στη Δύση, τους Γότθους στα Βαλκάνια και τους Πέρσες στην Ανατολή. Δύο βυζαντινοί αυτοκράτορες βρήκαν στα χρόνια αυτά τον θάνατο στο πεδίο της μάχης. Οι θάνατοι του Ιουλιανού στο περσικό μέτωπο και του Βαλέντιου (ή Βάλη) στη Θράκη, δείχνουν το μέγεθος και την οξύτητα με την οποία διεξάγονταν οι αγώνες αυτοί. Τον 5o αι. ένας νέος βαρβαρικός λαός, οι Ούννοι, παρενοχλούσαν για ολόκληρες δεκαετίες το κράτος, ενώ οι Γότθοι ενεργούσαν επιδρομές και λεηλασίες που εκτείνονταν μέχρι την Πελοπόννησο. Τελικά οι Οστρογότθοι στράφηκαν προς την Ιταλία και ίδρυσαν δικό τους βασίλειο στη θέση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, που στην ουσία είχε ήδη καταλυθεί από τον Οδόακρο λίγα χρόνια πριν (476).
Την ενότητα της αυτοκρατορίας αποκατέστησε ο Ιουστινιανός Α’ (527-565). Με τη συμπαράσταση της συζύγου του Θεοδώρας και τη συνεργασία ικανότατων στρατηγών, όπως ο Βελισάριος και ο Ναρσής, επεδίωξε και κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο της Ανατολής, για να μπορέσει να ρίξει όλο το βάρος της πολεμικής μηχανής του Βυζαντίου στη Δύση. Κατανίκησε τους Βανδάλους της Αφρικής (533) και έπειτα από μακρούς και σκληρούς αγώνες τους Οστρογότθους της Ιταλίας (535-553). Τέλος, κατέλαβε τμήματα της Ισπανίας και με αυτό τον τρόπο μετέβαλε και πάλι τη Μεσόγειο σε ρωμαϊκή λίμνη. Πολλοί νεότεροι ιστορικοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιανό ότι έθεσε σκοπούς ανέφικτους, πολύ ανώτερους από τις δυνάμεις του κράτους, και ότι κατέτριψε την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της αυτοκρατορίας στην άσκηση της πολιτικής του αυτής. Όμως, αν και οι κατακτήσεις του Ιουστινιανού δεν αποδείχθηκαν μόνιμες και εξαγοράστηκαν με σοβαρές για το κράτος θυσίες, αντιπροσώπευαν την πολιτική ιδεολογία της εποχής και από αυτή την άποψη αποτελούσαν πολιτική ανάγκη. Εκτός αυτού, οι θυσίες του κράτους, στρατιωτικές και οικονομικές, δεν ήταν υπερβολικές και δεν ελάττωσαν την ισχύ του. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι εξελίξεις μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού που κατέληξαν στην απόκρουση των εχθρών του κράτους και στην επίτευξη της νίκης του 591 κατά των Περσών.
Αν η άμυνα κατά των βαρβαρικών επιθέσεων και η τεράστια προσπάθεια της reconquista καλύπτουν την εξωτερική πολιτική του κράτους κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, την εσωτερική του πολιτική κατά την περίοδο αυτή απασχόλησαν κυρίως θρησκευτικά προβλήματα. Οι πρώτοι αιώνες της ζωής του Βυζαντίου είναι αιώνες προσπαθειών για τον καθορισμό του ορθού δόγματος. Στις οικουμενικές συνόδους του 325 (Νίκαια), του 381 (Κωνσταντινούπολη), του 431 (Έφεσος) και του 451 (Χαλκηδών) διατυπώθηκε το σύμβολο της πίστης και καθορίστηκε η ορθόδοξη διδασκαλία. Παρ’ όλα αυτά, η θρησκευτική ενότητα του κράτους δεν αποκαταστάθηκε. Οι μονοφυσιτικοί πληθυσμοί των νοτιοανατολικών και νότιων περιφερειών του κράτους αντιδρούσαν επίμονα στις ορθόδοξες αντιλήψεις του κέντρου, προπάντων επειδή κάτω από τον θρησκευτικό και δογματικό μανδύα κρύβονταν αντιθέσεις εθνικής και πολιτικής φύσης. Για τον λόγο αυτό, οι συμβιβαστικές προσπάθειες των αυτοκρατόρων Ζήνωνα (Ενωτικόν) και Αναστασίου Α’ όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν τη θρησκευτική ενότητα και ησυχία αλλά οδήγησαν άθελά τους στο λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.
Η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας αποκαταστάθηκε και πάλι μόνο όταν ο Ιουστινιανός, που ήθελε να προσεταιριστεί τον πάπα για να τον έχει σύμμαχο στην πολιτική της reconquista, έριξε όλο το βάρος και τη δύναμη της πολιτικής εξουσίας προς το μέρος της ορθοδοξίας. Η ενέργεια όμως αυτή του Ιουστινιανού είχε και την ασθενή της πλευρά: οι δογματικές διαφορές μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών, υποθαλπόμενες από την, για λόγους τοπικού πατριωτισμού, αντίθεση των λαών της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου προς το ορθόδοξο κέντρο που είχε χαρακτήρα ελληνορωμαϊκό, κατέληξαν σε φανατισμούς και οξύτητες, επειδή η βυζαντινή κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να αποκαταστήσει την ορθοδοξία σε όλο το κράτος, μεταχειρίστηκε σκληρά και βίαια μέτρα. Έτσι, όμως, οι καταπιεζόμενοι λαοί των επαρχιών αυτών αποξενώθηκαν ψυχικά από το κράτος και έγιναν εύκολη βορά των εξωτερικών εχθρών κατά τις αραβικές επιδρομές του 7ου αι.
Στον τομέα του δικαίου, την πρωτοβυζαντινή εποχή χαρακτηρίζει έντονη προσπάθεια κωδικοποίησης των νόμων. Το 438 εκδόθηκε ο Θεοδοσιανός Κώδιξ, που σε 16 βιβλία περιλάμβανε τους νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και εξής. Πολύ πιο συστηματική υπήρξε η κωδικοποίηση του Ιουστινιανού. Σε τρία χωριστά μέρη (Εισηγήσεις, Πανδέκτης, Ιουστινιάνειος Κώδιξ) περιέλαβε ό,τι είχε ακόμα ισχύ δικαίου από τις αποφάσεις των παλιών νομοδιδασκάλων και τους νόμους των προηγούμενων αυτοκρατόρων. Οι νόμοι του Ιουστινιανού, Νεαραί, που εκδόθηκαν έπειτα από τις Εισηγήσεις, τον Πανδέκτη και τον Κώδικα, αποτέλεσαν το τέταρτο μέρος του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, που είναι γνωστό στον νεότερο κόσμο ως Corpus juris civilis.
Η οργάνωση της διοίκησης του κράτους κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο βασίστηκε στις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου: αυστηρός διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική διοίκηση και δημιουργία των μεγάλων εξαρχάτων (praefecturae praetorio) που περιλάμβαναν διοικήσεις (dioecesae) και επαρχίες (provinciae). Οι συνεχείς επιθέσεις των βαρβάρων ανάγκασαν όμως το κράτος να εγκαταλείψει σιγά-σιγά την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών και να αποδεχτεί την ένωση της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας. Αυτό συνέβη αρχικά στις ακραίες επαρχίες του κράτους, αργότερα όμως και σε περιοχές του εσωτερικού. Οι τάσεις στρατιωτικοποίησης του κράτους συστηματοποιήθηκαν την εποχή του Ιουστινιανού, ο οποίος αναδιοργάνωσε τη διοίκηση πολλών περιφερειών με βάση την ένωση πλέον των δύο εξουσιών.
Ο στρατός, οργανωμένος και αυτός με βάση τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διακρινόταν σε στρατό προκάλυψης (limitanei) και σε στρατό ανάσχεσης (comitatenses). Ως γενική εφεδρεία και στρατός επιχειρήσεων και κρούσης χρησιμοποιούνταν τα στρατιωτικά σώματα που ήταν στρατοπεδευμένα γύρω από την Κωνσταντινούπολη (comitatenses palatini). Ο βυζαντινός στρατός ήταν διαιρεμένος σε πέντε μεγάλες διοικήσεις (magisteriae militum), επικεφαλής των οποίων ήταν από ένας magister militum. Την εποχή του Ιουστινιανού δημιουργήθηκε και μία έκτη μεγάλη στρατιωτική διοίκηση «Σκυθίας, Καρίας, Κύπρου και Νήσων». Το δυναμικό του βυζαντινού στρατού στην πρωτοβυζαντινή εποχή αποτελούσαν ντόπιοι αλλά και μισθοφόροι. Από την εποχή του Ιουστινιανού επεκτάθηκε η στρατολογία ντόπιων, επιβλήθηκε δε σε μέγιστη κλίμακα από τα τέλη του 6ου αι.
Η διενέργεια της φορολογίας, σε όλη την πρωτοβυζαντινή εποχή, ακολουθούσε το σύστημα της iugatio-capitatio, που είχε εισαγάγει ο Διοκλητιανός. Κατά το σύστημα αυτό, η αποτίμηση της φορολογικής ύλης γινόταν με βάση τις ισοδύναμες φορολογικές μονάδες, iugum (ζυγός) για τη γη και caput (κεφαλή) για την εργατική δύναμη ανθρώπων και ζώων. Η iugatio-capitatio συμπληρώνονταν με πρόσθετους κατά τάξεις χρηματικούς φόρους, που εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όπως ήταν για παράδειγμα το χρυσάργυρο για τους εμπόρους και η gleba senatoria για τους συγκλητικούς.
Η οικονομική διοίκηση του κράτους περιήλθε στα χέρια τριών αυτόνομων μεγάλων υπηρεσιών: της comitiva sacrarum largitionum, της comitiva rerum privatarum και της comitiva sacri partimonii. Κατά τα τέλη της πρωτοβυζαντινής περιόδου ενισχύθηκε η θέση των λογοθετών, διευθυντών γραφείων των μεγάλων υπηρεσιών που αναφέραμε προηγουμένως, και αυτό κατέληξε αργότερα στη διάλυση των τριών comitivae και στη δημιουργία, κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, μιας σειράς αυτόνομων γραφείων οικονομικής αρμοδιότητας, των λογοθεσίων.
Η κοινωνική όψη της Β.α., κατά την εποχή αυτή, χαρακτηρίζεται από την επεκτατική τάση της μεγάλης ιδιοκτησίας και τα αντίρροπα μέτρα της κεντρικής εξουσίας. Οι coloni, οι καλλιεργητές δηλαδή οι οποίοι είναι ελεύθεροι νομικά, αλλά προσδεδεμένοι στη γη, την οποία δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψουν, αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής. Ο Ιουστινιανός, κατά τη βασιλεία του οποίου φτάνει στο αποκορύφωμά της η αναμέτρηση μεγαλοϊδιοκτητών και κεντρικής εξουσίας, με σειρά συνετών και αυστηρών μέτρων κατόρθωσε να χαλιναγωγήσει τις φιλοδοξίες των μεγαλογαιοκτημόνων και να προλειάνει μεταγενέστερες εξελίξεις.
Η πρωτοβυζαντινή υπήρξε περίοδος ραγδαίου εξελληνισμού του κράτους. Η ελληνική άρχισε να αντικαθιστά σε όλους τους τομείς τη λατινική γλώσσα: τον 4ο αι. αναγνωρίζονταν έγκυρες οι διαθήκες που ήταν γραμμένες στα ελληνικά· τον 5ο αι. άρχισαν να γράφονται στα ελληνικά και οι δικαστικές αποφάσεις και τον 6ο αι. η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε και στη νομοθεσία. Είναι αυτονόητο όμως ότι ο εξελληνισμός αυτός αφορά το επίσημο κράτος: στα γράμματα και στην παιδεία η επικράτηση του ελληνικού πνεύματος ήταν ήδη απόλυτη.
Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081). Ήταν ίσως δυστύχημα, τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση, το γεγονός ότι δεν δόθηκε καιρός για να ριζώσει το έργο του Ιουστινιανού, μολονότι οι πολλές δεκαετίες της επιβίωσής του αντικρούουν τη γνώμη για τον τυχοδιωκτικό και τελείως πρόσκαιρο χαρακτήρα της πολιτικής της reconquista.
Αιτία των απαρχών κατάλυσης του ιουστινιάνειου έργου ήταν η είσοδος από το δεύτερο μισό του 6ου αι. νέων λαών στο ιστορικό προσκήνιο. Το 568, οι Λογγοβάρδοι εισήλθαν στην Ιταλία και κατέλαβαν μεγάλο τμήμα των εκεί βυζαντινών κτήσεων. Συγχρόνως, διάφορες τοπικές φυλές στην Αφρική, οι Άβαροι στα Βαλκάνια και οι Πέρσες στην Ανατολή, άρχισαν επιθέσεις και επιδρομές στο κράτος. Οι πόλεμοι που προέκυψαν από τις επιθέσεις αυτές ήταν σφοδροί και μακροχρόνιοι και ο κίνδυνος της τελικής πτώσης άγγιξε την καρδιά της αυτοκρατορίας (πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, το 626). Τελικά, όμως, το κράτος κατόρθωσε να συντρίψει τους δύο κυριότερους εχθρούς του, Αβάρους και Πέρσες. Κι ενώ φαινόταν ότι είχε κατορθώσει να απαλλαγεί από τον μεγάλο κίνδυνο του πολυμέτωπου αγώνα, παρουσιάστηκε ένας νέος εχθρός, πολύ πιο τρομερός από τους προηγουμένους: οι Άραβες. Με την ταχύτητα και τη σφοδρότητα ενός τυφώνα, οι νέοι επιδρομείς συνέτριψαν και κατέκτησαν την Περσία και κατόπιν αφαίρεσαν από το κράτος τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Η εύκολη απόσπαση των περιοχών αυτών της Β.α. από τους Άραβες εξηγείται από την ψυχική αποξένωση που χαρακτήριζε τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της απέναντι στο ορθόδοξο κράτος.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι Άραβες κατέκτησαν την Αφρική. Συγχρόνως, πραγματοποίησαν επιδρομές εναντίον του κράτους στη Μικρά Ασία και τελικά πολιόρκησαν, χωρίς όμως επιτυχία, την ίδια την Πόλη (673-677). Την κρίσιμη θέση της Β.α. επιδείνωσε το γεγονός ότι στα Βαλκάνια ενεργούσαν επιδρομές οι Σλάβοι, ενώ συγχρόνως οι Λογγοβάρδοι στην Ιταλία ενέτειναν τις πιέσεις τους εναντίον των εκεί βυζαντινών επαρχιών. Την ίδια εποχή συνέβη ένα άλλο γεγονός που έχει τεράστια σημασία και για τότε αλλά και για τη μεταγενέστερη ιστορική εξέλιξη του κράτους: οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στα νότια του Δούναβη και ίδρυσαν το πρώτο βουλγαρικό κράτος στην ιστορία (681). Τα πράγματα θα ήταν τελείως καταστρεπτικά για το Βυζάντιο, αν μία σειρά δραστήριων αυτοκρατόρων δεν κατόρθωνε να ανακόψει την αραβική προέλαση και, έπειτα από μακροχρόνιους αμυντικούς αγώνες, να κρατήσει τους Άραβες μακριά από τα βυζαντινά σύνορα. Οι αμυντικοί αυτοί αγώνες, που κράτησαν όλο τον 8ο και τον μισό 9o αι., δημιούργησαν τις προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες για να μπορέσουν οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας να αναλάβουν τους νικηφόρους επιθετικούς αγώνες τους κατά των εξωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας. Κατά τους αγώνες αυτούς, το Βυζάντιο πέτυχε λαμπρούς θριάμβους εναντίον των Αράβων, που ανάμνησή τους διατηρεί το ακριτικό έπος, κατόρθωσε να συντρίψει το πρώτο βουλγαρικό κράτος και να στήσει έτσι τα βυζαντινά λάβαρα από τον Δούναβη μέχρι την Αρμενία.
Ωστόσο, κοινωνικές ζυμώσεις και αντιθέσεις υπονόμευσαν το λαμπρό πολεμικό έργο της αυτοκρατορίας. Μάταια οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις αρπακτικές επεκτατικές τάσεις της μεγάλης ιδιοκτησίας. Στην αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αριστοκρατία και το κράτος ήρθε να προστεθεί και η αντίθεση ανάμεσα στη στρατιωτική και την πολιτική αριστοκρατία. Όμως, οι δύο παρατάξεις δεν εξουδετέρωσαν η μία την άλλη, γιατί επεδίωκαν τους σκοπούς τους όχι παρασκηνιακά (πίσω από την εξουσία), αλλά από το ύψος του αυτοκρατορικού θρόνου, όπου πότε η μία και πότε η άλλη κατόρθωναν να αναρριχηθούν.
Πραγματικά, στα τελευταία χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας η εξουσία πέρασε στα χέρια ανίκανων αυτοκρατόρων και των ευνοουμένων τους, που οδήγησαν το κράτος στην παρακμή, την οποία επιτάχυναν επιθέσεις βαρβαρικών λαών στα Βαλκάνια, των Πετσενέγων και των Κουμάνων, και προπαντός νέοι αντίπαλοι, οι Νορμανδοί και οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
Σημαντικό ρόλο στη μεσοβυζαντινή περίοδο έπαιξαν οι θρησκευτικές έριδες των μονοφυσιτών και των ορθοδόξων, που αποξένωσαν τους πληθυσμούς των νοτιοανατολικών επαρχιών του κράτους και προετοίμασαν την εύκολη απόσχισή του. Μάταια ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β’ προσπάθησαν με συμβιβαστικές λύσεις να κατασιγάσουν τις διαμάχες. Οι αντιθέσεις ήταν βαθιές και, ακόμα χειρότερα, είχαν χρησιμοποιηθεί ως προκάλυμμα των εθνικών αντιθέσεων της περιφέρειας προς το κέντρο και συνετέλεσαν κι αυτές στο να θεωρηθούν οι Άραβες μικρότερη απειλή από τους Βυζαντινούς.
Αν όμως οι μονοφυσιτικές έριδες έθιξαν περιφέρειες της Β.α., ένα άλλο θρησκευτικό ζήτημα, η εικονομαχία, συγκλόνισε την ίδια την καρδιά του κράτους. Ο σάλος της εικονομαχίας κράτησε 120 χρόνια περίπου. Ύστερα από σφοδρούς αγώνες, που με τον καιρό πήραν καθαρά αντιμοναχικό χαρακτήρα, η εικονομαχική προσπάθεια απέτυχε τελικά και το κράτος απαλλάχτηκε από τη σοβαρή αυτή αιτία εσωτερικής ανωμαλίας και ταραχής (Κυριακή Ορθοδοξίας, 843).
Ένα άλλο θρησκευτικό γεγονός έριξε επίσης τη σκιά του στη μεσοβυζαντινή εποχή: το Σχίσμα των Εκκλησιών. Αποτέλεσμα της αντιζηλίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, εμφανίστηκε αρχικά ως προσωρινή και συνηθισμένη διακοπή σχέσεων των δύο Εκκλησιών λίγο μετά τα μέσα του 9ου αι., για να μεταβληθεί σε οριστική διακοπή στα μέσα του 11ου αι. Οι ανταγωνισμοί των δύο Εκκλησιών για τις σφαίρες επιρροής τους, οι παπικές αξιώσεις ηγεμονίας στην Εκκλησία και ο εγωισμός και η αδεξιότητα των τότε δρώντων προσώπων κατέληξαν να δηλητηριάσουν τις σχέσεις δυτικού και ανατολικού κόσμου και να διασπάσουν τη χριστιανοσύνη (1054).
Η μεσοβυζαντινή περίοδος διακρίνεται για την έντονη νομοθετική δράση των ηγεμόνων της. Στα χρόνια των πρώτων Ισαύρων εκδόθηκε η Εκλογή (726), συλλογή κυρίως εθιμικού δικαίου, με ισχυρή την επίδραση του ελληνικού δικαίου. Αντίθετα από την Εκλογή, η νομοθεσία των Μακεδόνων, αν και έχει άφθονα στοιχεία από τη νομοθεσία των Ισαύρων, επανέφερε σε ισχύ το Ιουστινιάνειο δίκαιο. Σημαντικά από κοινωνική άποψη είναι τα νομοθετήματα των Μακεδόνων που έπληξαν τη μεγάλη ιδιοκτησία της γης.
Ύστερα από κάποια στασιμότητα στον 7o αι., που οφείλεται στις πολλές εξωτερικές απασχολήσεις της Β.α., η διοίκηση του κράτους στρατιωτικοποιήθηκε οριστικά τον 8o αι. Στα χρόνια των πρώτων Ισαύρων, ο διοικητικός θεσμός των θεμάτων αποκρυσταλλώθηκε με τη δημιουργία των πρώτων τεσσάρων διοικητικών περιφερειών με την ονομασία αυτή. Από τον 9o αι. και ύστερα, τα αρχικά θέματα χωρίζονταν όλο και σε μικρότερα. Αυτός ο τεμαχισμός των θεμάτων επεκτάθηκε κατά τον 10ο και 11ο αι. και οδήγησε στην παρακμή του θεματικού θεσμού.
Ο στρατός, έως τον 11o αι. διατήρησε σε γενικές γραμμές την οργάνωση του τέλους του 6ου αι. (όπως την ξέρουμε από το Στρατηγικόν του Ψευδο-Μαυρίκιου), καθώς βλέπουμε από τα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ’ Σοφούκαι από τα άλλα στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής. Η παραμέλησή του όμως κατά τον 11o αι. οδήγησε στην ευρεία χρησιμοποίηση του μισθοφορικού στοιχείου στις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις, που με αυτό τον τρόπο έγιναν λιγότερο αξιόμαχες και περιορίστηκαν αριθμητικά, ενώ οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν.
Ο στόλος, ύστερα από περίοδο ακμής την ίδια εποχή, παραμελήθηκε κι αυτός με τη σειρά του και σχεδόν διαλύθηκε εντελώς.
Μεγάλες μεταβολές συνέβησαν στην οικονομική διοίκηση του κράτους. Ως συνέχεια των αλλαγών που είχαν ήδη αρχίσει από τα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού, η οικονομική διοίκηση διασπάστηκε σε πολλές ειδικές οικονομικές υπηρεσίες, τα λογοθέσια, καθένα από τα οποία ανέλαβε έναν ιδιαίτερο τομέα των δημόσιων οικονομικών. Η νέα αυτή οικονομική οργάνωση, παρακμασμένη βέβαια, διήρκεσε έως το 1204.
Η κοινωνική όψη της Β.α., μετά τα μέτρα του Ιουστινιανού Α’ κατά των μεγαλογαιοκτημόνων και τη συντριβή για μικρό χρονικό διάστημα της μεγάλης ιδιοκτησίας από τις εχθρικές επιδρομές, που έφταναν σε μεγάλο βάθος μέσα στην αυτοκρατορία, έδωσε την εντύπωση ισορροπίας και κοινωνικής υγείας: η υπέρμετρα μεγάλη ιδιοκτησία περιορίστηκε και οι εσωτερικές πιέσεις κατά της μικρής ιδιοκτησίας σταμάτησαν προσωρινά. Αλλά μετά τις νίκες στους αραβικούς πολέμους ακολούθησε μια μανία για απόκτηση γης από μέρους της αριστοκρατίας, που επωφελήθηκε από τις αντίξοες συνθήκες και προσάρτησε με κάθε τρόπο τις γαίες των φτωχότερων μικροκτηματιών, τόσο των στρατιωτών όσο και των άλλων, δημιουργώντας έτσι σοβαρό στρατιωτικό και κοινωνικό πρόβλημα· στρατιωτικό, διότι με την απορρόφηση των λεγομένων στρατιωτικών κτημάτων δεν είχαν πια οι στρατιώτες εισοδήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους για εξάρτυση και οπλισμό· και κοινωνικό, επειδή εκριζώθηκε ο θεσμός της μικρής ελεύθερης ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας προσπάθησαν, με μέτρα σκληρότατα πολλές φορές, να ανακόψουν την τάση αυτή της μεγάλης ιδιοκτησίας και να αποτρέψουν τις συμφορές που απειλούσαν το κράτος. Ωστόσο, η πολιτική των Μακεδόνων δεν έδωσε παρά προσωρινούς καρπούς. Με την επικράτηση της πολιτικής αριστοκρατίας στη διακυβέρνηση του κράτους, την εποχή των διαδόχων του Βασίλειου Ε’, η ευνοϊκή για τη μικρή ιδιοκτησία κοινωνική πολιτική εγκαταλείφθηκε και το κράτος παραδόθηκε στα χέρια των άπληστων μεγαλοϊδιοκτητών που δεν ζητούσαν παρά να πλουτίσουν.
Αποφασιστική και ραγδαία πρόοδο στη μεσοβυζαντινή περίοδο είχε ο εξελληνισμός του κράτους. Ήδη, από τα τέλη του 6ου αι. η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους σχεδόν σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Στους επόμενους αιώνες ο εξελληνισμός αυτός εκδηλώθηκε όχι μόνο με μια στροφή προς τα ελληνικά γράμματα, που έφτασε σε περίοδο ακμής τον 9o και 10o αι., αλλά και με επίδραση του ελληνικού δικαίου από τον 8o έως τον 10o αι., στροφή προς την πλατωνική φιλοσοφία τον 11o αι. και αναδιοργάνωση της ανώτατης σχολής της Πόλης από τον Βάρδα τον 9o αι. και τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο τον 11ο αι. Η ανώτατη αυτή σχολή, που ονομάστηκε Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένα είδος ανώτατης σχολής δημοσίων υπαλλήλων. Με τη διδασκαλία όμως ρητορικών και φιλοσοφικών μαθημάτων συνετέλεσε κι αυτή στην πρόοδο της σπουδής των ελληνικών γραμμάτων.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-1453). Η άμυνα του κράτους εναντίον των Νορμανδών και των Σελτζούκων Τούρκων, μαζί με τις ενέργειες κατά των εμφανισθέντων στο μεταξύ Σταυροφόρων, αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η εξωτερική βυζαντινή πολιτική από τα τέλη του 11ου αι. Την πολιτική αυτή εγκαινίασε ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, η άνοδος του οποίου στον θρόνο συμπίπτει με την έναρξη της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής ιστορίας.
Ο Αλέξιος Α’ και οι διάδοχοί του, Ιωάννης Β’ και Μανουήλ Α’, πέτυχαν εντυπωσιακά επιτεύγματα, που ξανάδωσαν στη Β.α. της εποχής αυτής μέρος –τουλάχιστον– της παλαιάς της αίγλης. Η εσωτερική όμως διάβρωση του κράτους δεν επέτρεψε μόνιμα και σταθερά αποτελέσματα, αφού μάλιστα η εχθρική πίεση τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή συνεχιζόταν διαρκώς εντονότερη.
Η μάχη του Μυριοκέφαλου (1176) έθεσε τραγικό τέρμα στην κατάσταση αυτή και το εξασθενημένο κράτος από τους διαδόχους των Κομνηνών, τους Αγγέλους, υπέκυψε τελικά στους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας. Η κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στο έδαφος της άλλοτε Β.α. η Λατινική αυτοκρατορία της Ανατολής, με χαλαρές φεουδαρχικές διαρθρώσεις, καθώς και δύο ελληνικές ηγεμονίες: της Ηπείρου και της Νικαίας. Και οι δύο ελληνικές ηγεμονίες προσπάθησαν να ανακτήσουν την Πόλη και να ανασυστήσουν τη Β.α., χωρίς όμως να συνεργαστούν μεταξύ τους· αντίθετα, μάλιστα, αγωνίζονταν η μία εναντίον της άλλης. Από τις διαμάχες αυτές αναδείχθηκε ενισχυμένο το κράτος της Νικαίας, το οποίο με τον Μιχαήλ Η’ κατάφερε να ξαναπάρει την πρωτεύουσα, το 1261. Η πορεία των πραγμάτων ανάγκασε όμως το κράτος να ασκήσει διεθνή πολιτική, που τελικά το εξασθένησε, τόσο σε υλικό όσο και σε ηθικό επίπεδο.
Κύριος σκοπός του νέου κράτους ήταν να διατηρήσει την ύπαρξή του, που την απειλούσαν οι βλέψεις των Ανζού (Ανδηγαυία) για το στέμμα της Πόλης και οι προσπάθειες του πάπα να ενώσει τις δύο Εκκλησίες υπό το σκήπτρο του. Και ακριβώς αυτή η διαφορά των σκοπών των δυτικών αντιπάλων του επέτρεψε στο βυζαντινό κράτος για μακρό χρονικό διάστημα να εξουδετερώνει τον έναν με τον άλλο.
Στο μεταξύ, όμως, οι εχθροί και οι κίνδυνοι πλήθαιναν και μεγάλωναν. Στη βόρεια Βαλκανική, χαμένη πια τελείως για τη Β.α. μετά τη χειραφέτηση των Βουλγάρων και των Σέρβων, τον βουλγαρικό κίνδυνο διαδέχτηκε ο σερβικός επεκτατισμός της αυτοκρατορίας του Στεφάνου Ντουσάν, που κατέλαβε προσωρινά μεγάλες εκτάσεις του ελλαδικού χώρου. Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκε στην Ανατολή ένας νέος εχθρός, που επρόκειτο να αποδειχθεί θανάσιμος για το κράτος: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Αφού κατέκτησαν τη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν από το 1354 μόνιμα στην Ευρώπη και περικύκλωναν βαθμιαία και μεθοδικά την Πόλη, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες ελλαδικές κτήσεις του κράτους και καταλύοντας τα νοτιοσλαβικά κράτη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τους εμφύλιους πολέμους των βυζαντινών, οι οποίοι αποδυνάμωσαν το κράτος και επέτρεψαν στους αντιπάλους του να επεκταθούν άκοπα.
Μάταια το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την εκκλησιαστική υποταγή στον πάπα. Οι Δυτικοί δεν έστειλαν αποτελεσματική βοήθεια, οι εκστρατείες που επιχείρησαν εναντίον των Τούρκων απέτυχαν οικτρά και στην τελική τουρκική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος δεν είχε να αντιπαρατάξει παρά την εθελοθυσία του, που την επισφράγισε με τον θάνατό του τα χαράματα της 29ης Μαΐου του 1453. Λίγα χρόνια αργότερα χάθηκαν και τα τελευταία τμήματα ελεύθερης ελληνικής γης, η Τραπεζούντα και ο Μιστράς, υποταγμένα στην ακατανίκητη ορμή του Τούρκου κατακτητή.
Η δογματική και ευρύτερα θρησκευτική ενότητα είχε από καιρό αποκατασταθεί και δεν τάραζε πια το κράτος. Αντί για τις προηγούμενες όμως εσωτερικές θρησκευτικές έριδες ήρθε στο προσκήνιο η αντίθεση Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας. Η αντίθεση αυτή, που εκφράστηκε με τις επίμονες προσπάθειες του πάπα να υποτάξει την Ανατολική Εκκλησία στη Δυτική, έλαβε μοιραία και πολιτική χροιά, γιατί ενεπλάκη, όπως προαναφέρθηκε, με τις προσπάθειες του ανατολικού κράτους να χρησιμοποιήσει το δόλωμα της ένωσης των Εκκλησιών, από τη μια μεριά για να διαλύσει τους εναντίον του συνασπισμούς της Δύσης και από την άλλη για να πετύχει δυτική βοήθεια κατά των Τούρκων. Βέβαια, η μεγάλη λαϊκή μάζα, μην έχοντας ιδέα από τέτοιους διπλωματικούς ελιγμούς, έμενε πιστή στο ορθόδοξο δόγμα και απέκρουε με πείσμα κάθε σκέψη υποταγής στους Λατίνους, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να ταλαντεύεται στην άσκηση της δυτικής του πολιτικής.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να οξυνθεί η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ ανατολικών και δυτικών και να αναπτυχθούν εχθρικά αισθήματα μεταξύ τους, γεγονός που δυσκόλεψε την αποστολή δυτικής βοήθειας στην Ανατολή και συνέβαλε στην πτώση του κράτους. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο θρησκευτικός αυτός αποχωρισμός του ελληνισμού βοήθησε στη διατήρηση της ομοιογένειας και της εθνικότητάς του κάθε φορά που βρέθηκε κάτω από δυτικούς κυρίαρχους.
Σε ό,τι αφορά το νομοθετικό έργο, η νομοθεσία της προηγουμένης περιόδου ρύθμιζε και σε αυτήν τις νομικές σχέσεις στο κράτος· συμπληρώθηκε απλώς από μεμονωμένα νομοθετήματα και διοικητικές πράξεις των αυτοκρατόρων, που εκδίδονταν συνήθως με τη μορφή χρυσόβουλων λόγων ή προσταγμάτων. Εάν όμως το κράτος δεν έχει να επιδείξει στον νομοθετικό τομέα ισάξια δραστηριότητα με τις προηγούμενες εποχές, τέτοια δραστηριότητα έχει να παρουσιάσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, με κύριο δείγμα τη συλλογή του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, νομοφύλακα της Θεσσαλονίκης τον 14ο αι., γνωστή με το όνομα Εξάβιβλος.
Η διοίκηση του υστεροβυζαντινού κράτους διαφέρει ριζικά από αυτήν της προηγούμενης εποχής. Τα θέματα κατακερματίστηκαν σε ολοένα μικρότερες περιφέρειες και η διάσπαση αυτή κατέληξε στην ολοσχερή κατάλυση του θεματικού θεσμού, που συνέπεσε περίπου με τον χρόνο κατάλυσης του κράτους από τους Φράγκους. Μετά την ανακατάληψη της Πόλης, ό,τι απέμεινε από το κράτος το διοικούσαν κεφαλέςκεφαλατικεύοντες, που έδρευαν σε πόλεις ή κάστρα και εξουσίαζαν κυρίως μόνο τη μικρή γύρω τους περιοχή. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν διοικητικές περιοχές με ευρύτερο αλλά κυρίως προσωρινό χαρακτήρα, που τις διοικούσαν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Το σημαντικότερο σχετικό διοικητικό μόρφωμα ήταν το δεσποτάτο του Μοριά, που επέζησε μάλιστα λίγα χρόνια μετά την πτώση της Πόλης.
Το παλαιό στρατιωτικό σύστημα και η οργάνωση καταστράφηκαν. Ο στρατός στην υστεροβυζαντινή περίοδο κατάντησε στη συντριπτική του πλειοψηφία μισθοφορικός, ανάλογος σε αριθμό με τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες του κράτους και ελάχιστα αξιόμαχος. Οι προσπάθειες του Μανουήλ Κομνηνού να αναζωογονήσει το παλιότερο σύστημα τονώνοντας τον θεσμό των στρατιωτικών τοπίων δεν τελεσφόρησαν. Στόλος σχεδόν δεν υπήρχε. Ήδη από την εποχή του Αλεξίου Α’ το κράτος αναγκαζόταν, όταν επρόκειτο να αποδυθεί σε σοβαρές ναυτικές επιχειρήσεις, να ζητά τη βοήθεια των ναυτικών πόλεων της Ιταλίας, την οποία εξαγόραζε βαρύτατα, με την παραχώρηση μεγάλων εμπορικών προνομίων, τα οποία υπέσκαψαν τελικά την οικονομική του αντοχή. Ακόμα και κατά την εποχή της τελευταίας πολιορκίας της Πόλης, οι αγώνες στη θάλασσα και τη στεριά πολύ λίγο έγιναν με βυζαντινές δυνάμεις. Το κράτος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να προστατευτεί μόνο του και περίμενε τα πάντα από την ξένη βοήθεια.
Η οικονομική διοίκηση επίσης άλλαξε. Οι παλαιές διοικητικές διαιρέσεις σε θέματα και καπετανίκια είχαν πια μόνο τη σημασία και αρμοδιότητα φορολογικών περιοχών, όπου την οικονομική διοίκηση ασκούσε ο κεφαλατικεύων με τη βοήθεια των αναγραφέων και άλλων υπαλλήλων με οικονομικές αρμοδιότητες. Οι μέθοδοι δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής έμειναν στάσιμες και ανεξέλικτες, ενώ το κράτος, στερημένο από το εξωτερικό του εμπόριο που είχε πέσει στα χέρια των ιταλικών ναυτικών πόλεων και με κλονισμένη τη νομισματική του πίστη, λόγω των συνεχών νοθεύσεων του νομίσματός του, φυτοζωούσε οικονομικά περιμένοντας τη στιγμή της οριστικής του πτώσης.
Η διαρκώς μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια και εξασθένηση και η διαρκώς χειρότερη οικονομική κατάσταση του κράτους, καθώς και οι αδιάκοπες πιέσεις των φορολογουμένων, καθόρισαν την όψη της βυζαντινής κοινωνίας κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Ο Μανουήλ προσπάθησε να ενισχύσει τη μικρή ιδιοκτησία, τονώνοντας τον θεσμό των γεωργικών κλήρων των στρατιωτών, που αποτελούσαν σεβαστό μέρος της μέσης και μικρής ελεύθερης γεωργικής ιδιοκτησίας. Δεν πέτυχε όμως τίποτα το σταθερό και το μόνιμο. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε με τη σειρά της μια επικίνδυνη πόλωση: απέναντι στους ελάχιστους αριθμητικά πολύ πλούσιους, υπήρχε η μεγάλη μάζα των πολύ φτωχών ελεύθερων καλλιεργητών. Οι τελευταίοι όμως εξασθενούσαν διαρκώς περισσότερο και πολύ συχνά καταντούσαν πάροικοι των μεγαλογαιοκτημόνων, άποψη που έχει αμφισβητηθεί κατά καιρούς. Με τις συνθήκες αυτές λοιπόν το κράτος, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό, εξασθενημένο πολιτικά και στρατιωτικά και με τα κοινωνικά του θεμέλια υποσκαμμένα, έγινε εύκολη λεία του Οθωμανού κατακτητή.
Πιο βαθύς και ποιοτικά πιο διαφορετικός από τις προηγούμενες εποχές ήταν ο εξελληνισμός του κράτους στην υστεροβυζαντινή περίοδο. Έτσι, στους βασικούς συστατικούς παράγοντες της βυζαντινής υπηκοότητας, την ορθοδοξία δηλαδή και την ελληνική παιδεία, προστέθηκε τότε και ένας τρίτος, άμορφος φυσικά ακόμα και νεφελώδης, ο παράγοντας της ελληνικής συνείδησης. Για να συνειδητοποιήσει όμως πραγματικά τον εαυτό του ο ελληνισμός, θα χρειαστεί να περάσει προηγουμένως μέσα από το καμίνι της τούρκικης σκλαβιάς.
Η συμβολή του Βυζαντίου στη γενικότερη ιστορία της ανθρωπότητας είναι ανυπολόγιστη. Όχι μόνο διατήρησε και μετέδωσε τους θησαυρούς του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στον νεότερο κόσμο (ουμανισμός και Αναγέννηση), καθώς χωρίς την αντιγραφική και υπομνηματική εργασία των Βυζαντινών τα αρχαία κείμενα θα ήταν αδιανόητα, όχι μόνο επηρέασε πολιτιστικά και θρησκευτικά όλη την ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και τις παρακείμενες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, αλλά υπήρξε και προπύργιο κατά των εφόδων των βαρβάρων, προάσπισε για πολλούς αιώνες την Ευρώπη και τη διέσωσε από την εξαθλίωση.
Γραμματεία
Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία συνδέεται με τη γραμματεία των αλεξανδρινών χρόνων, ιδίως στο πεδίο της λογοτεχνικής μορφής. Και οι δύο αυτές γραμματείες αντλούν τα θέματά τους από την αρχαία μυθολογία, ρητορεύουν υπερβολικά και μιμούνται παλαιότερα πρότυπα, με σπάνιες εξαιρέσεις αυθορμητισμού και πρωτοτυπίας. Σημαντική όμως υπήρξε η υπηρεσία της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς διατηρούσε σχεδόν πάντοτε στενό τον σύνδεσμό της με την αρχαία ελληνική παρακαταθήκη, συντηρώντας έτσι την αρχαία σοφία και τα αρχαία γράμματα. Δεν λείπουν οι βιβλιοθήκες στα σημαντικά πνευματικά κέντρα του κράτους ούτε και οι σχολιαστές παλαιότερων κειμένων. Κάτω από το συχνότατα τεχνητό γλωσσικό της όργανο ανακαλύπτονται νέες χριστιανικές ιδέες. Η έμπνευση των συγγραφέων σπάνια στερείται από πλούτο ή ποικιλία. Οι Βυζαντινοί καλλιέργησαν κυρίως την ιστοριογραφία, την εκκλησιαστική ποίηση, τη φιλολογία, αλλά και τη δημώδη γραμματεία, πολλές φορές με ιδιαίτερη επιτυχία.
Πρωτομεσαιωνική περίοδος (300-700). Στην περίοδο αυτή συγκροτήθηκε το βυζαντινό πνεύμα, που το διαμόρφωσαν το αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό, το χριστιανικό και το ανατολικό στοιχείο. Αξίζει να υπογραμμιστεί η συναίρεση του αρχαίου ελληνικού με το χριστιανικό πνεύμα, που πραγματοποιήθηκε τον 4ο αι. από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή από τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο προγενέστερων σημαντικών αντρών, όπως για παράδειγμα του Κλήμεντος Αλεξανδρέως (2ος αι.), και θεμελίωσαν έναν νέο κόσμο στηριγμένο στην ελληνική πνευματική παράδοση και τα χριστιανικά διδάγματα, από τον οποίο όμως δεν έλειψαν και επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής παράδοσης με αρκετούς αξιόλογους εκπροσώπους.
Σημαντικά θεολογικά κέντρα συγκρότησαν η Καισάρεια της Καππαδοκίας και η Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η Βηρυτός ακτινοβολούσε στην περιοχή της νομικής επιστήμης. Αλλά και η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα διέσωζαν ακόμα τη δάδα της αρχαίας σοφίας. Με την πάροδο του χρόνου ανέλαβε η Κωνσταντινούπολη τον ηγετικό της ρόλο. Την περίοδο αυτή περισσότερο ακτινοβολούσε η Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξαν και μορφώθηκαν άντρες που διέπρεψαν στον τομέα των γραμμάτων και στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Μέσα στους μεταβατικούς και δημιουργικούς αυτούς αιώνες διατυπώθηκαν τα δόγματα της Ανατολικής Εκκλησίας και έγιναν αγώνες κατά των αιρέσεων που προέβαλαν κάθε φορά. Στον τομέα αυτό έδρασε η βυζαντινή θεολογία έως τον 9ο αι. Αργότερα, μέσα στο Βυζάντιο μόνο εκτενέστερη ανάπτυξη παλαιότερων δογμάτων επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Στους αιώνες αυτούς καλλιεργήθηκε και η απολογητική κατά των εθνικών και των Ιουδαίων, που έχει εμφανιστεί ήδη από τον 2o αι. Τον 6o και τον 7o αι. έκανε τα πρώτα βήματά της και η ερμηνευτική των εκκλησιαστικών κειμένων. Τον 6o αι. θεμελιώθηκε και η μυστική θεολογία με τον Μάξιμο Ομολογητή. Ιδιαίτερα όμως άκμασε η εκκλησιαστική ρητορική τον 4o και τον 5o αι. Η εκκλησιαστική και πολιτική ιστοριογραφία παρουσίασε εξαίρετα επιτεύγματα τον 6o και στις αρχές του 7ου αι., μολονότι η έλλειψη πολιτικής ελευθερίας εμπόδισε έως έναν βαθμό την πλήρη εσωτερική ανάπτυξη των κλάδων αυτών· έλλειψη που δέσμευε συχνά την ειλικρινή και σαφή διατύπωση αισθημάτων και αντιλήψεων. Η χρονογραφία, δηλαδή η παγκόσμια και βυζαντινή ιστορία από κτίσεως κόσμου, καλλιεργήθηκε από τον 4o αι. και είχε τον 6o και τον 7o αι. εκπροσώπους που τα έργα τους εύκολα ξεπέρασαν τα βυζαντινά σύνορα. Όμως, οι καθαυτό αιώνες της χρονογραφίας υπήρξαν ο 9ος και ο 12ος. Η φιλοσοφική κίνηση εξάλλου, ιδίως στο τέλος της περιόδου αυτής, διατήρησε θεολογικό χρωματισμό, από τον οποίο μόνο αργότερα και κατά διαστήματα κατάφερε να απαλλαγεί. Πάντως, η χριστιανική φιλοσοφία της εποχής διαμορφώθηκε με νεοπλατωνικές και αριστοτελικές επιδράσεις. Θαυμαστά είναι μέσα στην περίοδο αυτή τα επιτεύγματα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, που δεν αποτέλεσαν όμως πάντοτε πρότυπα στους επόμενους αιώνες. Προσπάθεια ανανέωσης και μεταρρύθμισης στον τομέα αυτό έγινε με την κανονογραφία, που καλλιεργήθηκε και αργότερα με επιτυχία. Μικρά ή μακρότατα λόγια ποιήματα γράφονταν κατά το τέλος της περιόδου σε βαθμό σημαντικό, με επιτεύγματα όμως όχι ανάλογα με εκείνα που έδωσε η εκκλησιαστική ποίηση.
Ανάμεσα σε πολλούς επιφανείς, η Καισάρεια της Καππαδοκίας έδωσε τον Μέγα Βασίλειο (330;-379), σημαντική προσωπικότητα και στη θεωρία και στη δράση, μεγάλο θεολόγο και συγγραφέα. Βαθύς γνώστης της αρχαίας σοφίας, εκτιμούσε βαθύτατα τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη. Άφησε ομιλίες, πραγματείες και επιστολές, ενώ σε ορισμένες ομιλίες του θαυμαστή είναι η ευαγγελική του απλότητα. Σε μικρό έργο του είχε συστήσει την ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων, εφόσον γινόταν καλή εκλογή από το έργο τους. Στα παλαιότερα έργα του, τα πιο σύντομα, διαπιστώνει κανείς την επίδραση των κλασικών. Παρέχουν αυτά εξάλλου πιστή εικόνα της κοινωνίας και της εκκλησίας στην Καππαδοκία του 4oυ αι. και είναι σε μεγάλο βαθμό φροντισμένα ως προς το ύφος, όπως άλλωστε και οι πραγματείες του. Μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο διατύπωσε βασικούς κανόνες του μοναχικού βίου.
Από την Καισάρεια καταγόταν και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (328;-390;), θεολόγος, λόγιος και ποιητής, αναθρεμμένος με την αρχαία σοφία, ο οποίος είχε ροπή προς τον ρεμβασμό και την καλλιτεχνική δημιουργία. Επίσκοπος Σασίμων και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, έγραψε λόγους κατά των οπαδών του Ευνομίου και του Μακεδονίου. Από τα ποιήματά του ξεχωρίζει το μικρό ποίημα Εις εαυτόν, γραμμένο σε ιαμβικό τρίμετρο· χρησιμοποίησε εξάλλου νεωτεριστικά μέτρα σε δύο μικρά ποιήματα. Πολλές επιστολές του είναι προσωπικού περιεχομένου. Υπήρξε πρωτοπόρος ενός αρχαϊστικού και συνάμα χριστιανικού ανθρωπισμού, ενώ τον επηρέασαν στη φιλοσοφία του οι νεοπλατωνικοί και στο ασκητικό του ιδανικό η στωική φιλοσοφία.
Ο Γρηγόριος Νύσσης (335;-394;) άσκησε σημαντική επίδραση στη μυστικιστική βυζαντινή διανόηση, αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή του Μεσαίωνα. Αξιόλογος ρήτορας, αν και κατώτερος από τον Ναζιανζηνό, πολέμησε τους αιρετικούς. Ασχολήθηκε επίσης με τη φιλοσοφία, τη φυσική ιστορία, την ερμηνεία των ιερών κειμένων, τη συγγραφή ασκητικών και ηθικών συγγραμμάτων καθώς και ομιλιών και εγκωμίων, ενώ άφησε και πολλές επιστολές. Ο ίδιος δεν έβρισκε αντίθεση μεταξύ νεοπλατωνισμού και χριστιανισμού. Ο Γρηγόριος Νύσσης δεν κατέχει ούτε το μετρημένο πνεύμα του Βασιλείου, ούτε την πλούσια φαντασία του Ναζιανζηνού· δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπος και το ύφος του υπήρξε σκοτεινό.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (344/7-407), μαθητής του Λιβανίου, ήταν απόλυτα ενημερωμένος για τους αρχαίους ηθικολόγους, όμως δεν επηρεάστηκε βαθύτερα από την αρχαία σκέψη· του έλειπε η ευαισθησία του Ναζιανζηνού. Υπήρξε όμως μεγάλος ρήτορας και χρησιμοποίησε τη δύναμή του για την ανόρθωση της κοινωνίας. Άφησε πραγματείες, λόγους και επιστολές. Στη λαμπρή του πραγματεία Περίιεροσύνης θυμίζει τον μακροπερίοδο λόγο του Κικέρωνα και την τάση του να στολίζει ιδιαίτερα τη φράση. Την αττική λιτότητα καλλιέργησε αργότερα στην Αντιόχεια, πριν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ως θεολόγος θεωρείται κατώτερος από τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, υπήρξε όμως ανυπέρβλητος ερμηνευτής και ηθικολόγος ρήτορας, τομέας στον οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Δημοσθένη, τον Κικέρωνα και τον Μποσέ. Οι εκτενέστερες από τις επιστολές του αποτελούν στην ουσία ηθικές πραγματείες. Πολλές από αυτές, γραμμένες στα χρόνια της εξορίας του, συνδέονται με τη ζωή του. Έκλινε προς τη θεωρία λιγότερο από τον Ναζιανζηνό και τον Βασίλειο. Χαρακτηριστική είναι η υπερβολή με την οποία ζητούσε την άσκηση της αρετής, η απουσία προσποίησης στον λόγο και το έργο του, η φυσικότητα, το πάθος και το μεγαλείο της έκφρασής του. Γενικά, το ύφος του ήταν εύκαμπτο, κομψό, δυνατό και αττίκιζε σε σημαντικό βαθμό.
Ο Αθανάσιος ο Μέγας (295;-373), πατριάρχης Αλεξανδρείας, υπήρξε μαχητικός ηγέτης –γι’ αυτό ήταν συχνά εξόριστος– και άφησε σημαντικό έργο. Οι δογματικές πραγματείες του, οι ομιλίες και οι επιστολές του σχετίζονται με το επισκοπικό του λειτούργημα. Στους λόγους του κατά των αρειανών εξέθεσε τα διδάγματα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325). Διακρίνεται για την πρωτοτυπία του και τα ποικίλα συγγραφικά του προσόντα. Σε ορισμένες επιστολές του υπερασπίστηκε θαρραλέα τις πεποιθήσεις του και πραγματεύτηκε θέματα που τον συγκινούσαν βαθύτατα. Από τα πιο ιδιότυπα έργα της χριστιανικής γραμματείας είναι το ασκητικό έργο του Βίος και Πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου, ενώ έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητα του έργου Περί παρθενίας, ήτοι περί ασκήσεως. Πιστός στην παράδοση, δεν διακρίνεται για ξεχωριστή θεωρητική πρωτοτυπία. Στους λόγους του ξεχωρίζει η λογική επιχειρηματολογία και το πάθος. Χαρακτηριστική στον τομέα αυτόν είναι η Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιον. Μολονότι διατύπωνε τα επιχειρήματά του με πειστικό και ζωντανό τρόπο, ήταν κατώτερος στη χρήση της γλώσσας από τους άλλους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Παράλληλα, διέθετε τη φυσικότητα του ανθρώπου που μάχεται για τα ιδανικά του.
Ο Ευσέβιος (265-333/40), που καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης (σημαντικό και αυτό κέντρο της εποχής), θεωρείται πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας: με τη συγγραφική του μέθοδο βοήθησε στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Πολύ συχνά κατόρθωνε να εξαφανίζει την προσωπικότητά του μπροστά στα κείμενα που παρέθετε μέσα στο έργο του. Έδειξε με το έργο του, που πραγματεύεται γεγονότα από τον 1o αι. έως το 325, την πρόοδο του χριστιανισμού και τον θρίαμβό του. Άφησε και απολογητικά έργα, όπου υπογράμμιζε τη συγγένεια ανάμεσα στη χριστιανική διδασκαλία και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Στον Ευσέβιο αποδίδεται ο Βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αν και η γνησιότητα του έργου αμφισβητείται. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τον Ευσέβιο διέκριναν σε μεγάλο βαθμό η περιέργεια, η προσήλωση προς το ιστορικό ντοκουμέντο και η αποφυγή της υπερβολής.
Αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εποχής, ο Συνέσιος, επίσκοπος Κυρήνης, έγραψε ύμνους σε αρχαία δωρική διάλεκτο και ενδιαφέρουσες επιστολές. Το 409 δέχτηκε τον επισκοπικό θρόνο χωρίς να εγκαταλείψει τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις.
Ο Λεόντιος Βυζάντιος (475-542/3) με το φιλοσοφικό και θεολογικό του έργο, βοήθησε στην καθιέρωση των δογμάτων της Ανατολικής Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας τον αριστοτελισμό ως τεχνική για τη σκέψη του. Τον απασχόλησε το χριστολογικό πρόβλημα, καθώς συνδύαζε τις σχετικές λαϊκές αντιλήψεις με τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Πάντως, δεν προέρχονται από τον ίδιο όσα έργα τού αποδίδονται.
Ο Ιωάννης Φιλόπονος (6ος αι.) χρησιμοποίησε κι αυτός την αριστοτελική φιλοσοφία για να ερμηνεύσει τα χριστιανικά δόγματα. Έγραψε για την Αιωνιότητα του κόσμου και για τη Δημιουργία του κόσμου, στο πρώτο ακολουθώντας περισσότερο την αρχαία ελληνική σκέψη και στο δεύτερο τη χριστιανική. Επηρέασε σημαντικά τους μετέπειτα θεολόγους.
Ο Ιωάννης της Κλίμακος (525-605) πήρε το όνομά του από τον τίτλο του ασκητικού συγγράμματός του Κλίμαξ, που γνώρισε επιτυχία και στο Βυζάντιο και στη Δύση. Προβάλλονται σε αυτό οι βαθμίδες που οφείλει να περάσει ο χριστιανός από την απάθεια στην ησυχία. Τον ενδιέφερε κυρίως η θρησκευτική πράξη και θεωρείται απώτερος πρόδρομος των ησυχαστών του 14ου αι.
Ο Μάξιμος Ομολογητής (580-662) ακολούθησε τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη προβάλλοντας την έκσταση ως μέσο για την προσέγγιση του θείου. Είχε απλότητα και συγκίνηση στο ύφος του μένοντας πιστός στην εκφραστική παράδοση του Ευαγγελίου.
Στον τομέα της ιστοριογραφίας, ο Προκόπιος (τέλη 5ου – μέσα 6ου αι.), από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, μιμητής του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, έγραψε ιστορία των πολέμων του Ιουστινιανού, που τους παρακολούθησε από κοντά ως σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου. Στα Ανέκδοτά του επιτέθηκε κατά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, του Βελισαρίου και της γυναίκας του. Ως ιστορικός, διακρινόταν για την ήρεμη κρίση με κάποια παράλληλη εγκωμιαστική τάση. Στο Περί κτισμάτων, όπου περιέγραψε το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού, διακρίνεται ρητορικό και εγκωμιαστικό ύφος. Μολονότι άνισος συγγραφέας, ο Προκόπιος αποτελεί με τα έργα του πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της ιστορίας των χρόνων του. Το ύφος του έχει και δύναμη και πρωτοτυπία, καθώς επίσης δροσιά και ζωντάνια.
Συνεχιστής του έργου του Προκοπίου, ο Αγαθίας (536-582), σε ύφος ποιητικό και με γλώσσα εξεζητημένη, πραγματεύτηκε τα γεγονότα των ετών 552-558, υπήρξε όμως περισσότερο ποιητής παρά οξυδερκής ιστορικός. Συγγράφοντας την ιστορία του, χρησιμοποίησε χαμένα για μας συγγράμματα καθώς και περσικά χρονικά, τα οποία του μετέφραζαν. Βοήθησε έτσι στην εκτίμηση των γεγονότων που περιέγραψε ο Προκόπιος. Έδωσε επίσης πληροφορίες για γειτονικούς λαούς του Βυζαντίου.
Μόνο αποσπάσματα σώζονται από το έργο του Μενάνδρου του Προτήκτορος (μέσα 6ου αι.). Πραγματεύτηκε τα γεγονότα των ετών 558-582 και μιμήθηκε στη γλώσσα τον Αγαθία.
Ο Ευάγριος (536;-600) συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία δίνοντας σημασία στην ανάπτυξη της ιστορίας των δογμάτων κατά τον 5ο και 6ο αι. Χωρίς να αδιαφορεί για την πολιτική ιστορία, πραγματεύτηκε εκκλησιαστικά γεγονότα της περιόδου 431-593. Διακρίθηκε για την ακριβολογία του ύφους του και την αμεροληψία στην αντιμετώπιση των γεγονότων. Για το συγγραφικό του έργο, είχε υπόψη όχι μόνο βασικά συγγράμματα αλλά και έγγραφα της εποχής του. Ο Φώτιος εξήρε ιδίως την ορθοδοξία του.
Θαυμαστής των αλεξανδρινών προτύπων, αλλά και ολέθριο πρότυπο για πολλούς μεταγενεστέρους του, ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης πραγματεύτηκε την ιστορία των χρόνων της βασιλείας του Μαυρικίου (582-602), χρησιμοποιώντας πολύτιμες πηγές που είχε στη διάθεσή του ως αξιωματούχος του κράτους. Μολονότι φιλαλήθης, ούτε προσόντα ιστορικού έχει ούτε και πολιτικές, στρατιωτικές και γεωγραφικές γνώσεις.
Στην πρώτη περίοδο της βυζαντινής γραμματείας εμφανίστηκε και η χρονογραφία, είδος παγκόσμιας λαϊκής ιστορίας, που γραφόταν όχι πάντα από λόγιους συγγραφείς και απευθυνόταν στα πλατιά στρώματα του βυζαντινού λαού. Ο Ιωάννης Μαλάλας (491;-578) από την Αντιόχεια δεν έδωσε αξιόπιστο έργο. Υπήρξε Σύρος που δεν δέχτηκε ολοκληρωμένη ελληνική επίδραση. Το σύγγραμμά του βρίθει από ιστορικές ανακρίβειες σχετικά με την αρχαία ιστορία και μυθολογία. Ο σκοπός του Μαλάλα ήταν θρησκευτικός και απολογητικός. Θέλοντας να υπογραμμίσει τη νομιμοφροσύνη του, περιφρόνησε τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Παραθέτοντας πλήθος πληροφοριών και αποσπασμάτων, φάνηκε ανίκανος να χρησιμοποιήσει με κάποια κριτική τις πηγές του. Πάντως, το έργο του έγινε γνωστό στις ανατολικές, τις σλαβικές και τις δυτικές χώρες, άσκησε μάλιστα και επίδραση.
Στον τομέα της ποίησης της πρώτης βυζαντινής περιόδου, κατέχει ιδιαίτερη θέση το έργο του Γρηγόριου Ναζιανζηνού. Από την αρχαϊστική γλώσσα του δεν λείπουν το γνήσιο ποιητικό αίσθημα και η υποβλητική διάθεση. Στα ποικίλης υφής ποιήματά του τον επηρέασαν άλλοτε η ποίηση του Ησιόδου, άλλοτε ο Όμηρος, και άλλωτε πάλι οι αρχαίοι λυρικοί και οι δραματογράφοι. Τη θρησκευτική ποίηση την καλλιέργησε σε δακτυλικό εξάμετρο, σπάνια δε σε νεωτερικά μέτρα.
Χαρακτηριστική μεταβατική φυσιογνωμία, ο Νόννος Πανοπολίτης έγραψε τα Διονυσιακά σε αρχαία γλώσσα και αρχαία μέτρα, με θέμα τις περιπέτειες του Διονύσου προτού γίνει δεκτός μεταξύ των μεγάλων θεών του Ολύμπου. Επίσης έγραψε και ιδιότυπη έμμετρη παράφραση του Ευαγγελίου του Ιωάννη, όταν έγινε χριστιανός.
Πιο συμπαθητική είναι η ποίηση του Μουσαίου στα Καθ’ Ηρώ και Λέανδρον, που χαρακτηρίστηκε το τελευταίο άνθος του αρχαίου κόσμου και διακρίνεται για το ζωντανό αίσθημα και τη χάρη του. Το έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια.
Εκτός από τον Αγαθία που έγραψε επιγράμματα, ο Γεώργιος Πισίδης, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Ηρακλείου (610-641), έγραψε σε αρχαία μέτρα, ποιήματα που πραγματεύονταν ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Τη δημιουργία του κόσμου πραγματεύτηκε στο Εξαήμερον. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα ως ποιητής στα βυζαντινά χρόνια. Η κλασική του παιδεία είναι φανερή και στην αρχαϊστική του γλώσσα.
Στις αρχές του 6ου αι. έχουμε το αξιόλογο πλούσιο και επιβλητικό έργο του Ρωμανού Μελωδού. Αφού έζησε στην Έμεσσα και τη Βηρυτό, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Ιουστίνου ή του Ιουστινιανού. Με την ποίησή του κορυφώθηκε η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν στην εκκλησιαστική ποίηση τα ρυθμικά μέτρα και δημιουργήθηκε το είδος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που καλλιεργήθηκε και από άλλους, σύγχρονους ή μεταγενέστερους. Τον διέκρινε υψηλή ποιητικότητα, δραματικότητα, μεγαλοπρέπεια και απλό ύφος. Δεν έλειπε όμως και η διδακτική, διαφωτιστική τάση, καθώς καμιά φορά διαπιστώνονται μονοτονία και έλλειψη αναλογιών. Γνήσιος χριστιανός, είχε λάβει κλασική και ιουδαϊκή μόρφωση. Ο λυρισμός του εκδηλώθηκε σε εικόνες παρμένες από τη φύση. Δίκαια θεωρήθηκε ο κορυφαίος βυζαντινός ποιητής. Από τη σχολή του επίσης πρέπει να προέρχεται ο ποιητής του λαμπρού Ακάθιστου Ύμνου.
Ο Ανδρέας Κρήτης (660-726), εισηγητής της Κανονογραφίας, αφού έζησε στη Συρία και στην Παλαιστίνη, έγινε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Έγραψε τον Μέγαν Κανόνα, όπου εξέθετε γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης και τη διδασκαλία του Χριστού.
Μεσαιωνική περίοδος (700-1200). Μια κρίση που μαστίζει τα θρησκευτικά και τα πολιτικά ζητήματα χαρακτηρίζει την αρχή της περιόδου αυτής. Μόνο στα μέσα του 9ου αι. μια αναγεννητική κίνηση έφερε ξανά σε επαφή το βυζαντινό με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Η τάση προς τον πλατωνισμό και ο ανθρωπισμός γενικότερα ενισχύθηκαν τον 11o και τον 12o αι. Παράλληλα, στους αιώνες αυτούς αντιμετωπίστηκαν από τους θεολόγους οι αιρέσεις των Παυλικιανών και των Βογόμιλων, ενώ καλλιεργήθηκε επίσης η μυστική φιλοσοφία με εκπροσώπους κυρίως στον 11o αι.
Σημαντικοί ιστοριογράφοι εμφανίστηκαν τον 10o, αλλά κυρίως τον 11o και 12o αι., χωρίς όμως να σημειωθεί εσωτερική εξέλιξη στο είδος. Αιώνας της χρονογραφίας είναι ο 9ος, όμως κατά τον 12ο αι. θα υπάρξει νέα ακμή στο πεδίο αυτό. Ορισμένοι χρονογράφοι της εποχής ξεπέρασαν πολλούς ομοτέχνους τους. Η αντιρρητική κατά Λατίνων και αιρετικών άκμασε τον 9ο αι. Η απολογητική καλλιεργήθηκε σε όλους τους αιώνες της περιόδου. Η ερμηνευτική των εκκλησιαστικών κειμένων είχε λαμπρό εκπρόσωπο τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ άκμασε κυρίως κατά τον αιώνα των Κομνηνών, με τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας και τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό. Καλλιεργήθηκε επίσης η θρησκευτική ποίηση, κυρίως όμως η λόγια με την Κασσιανή τον 9ο αι., και τον 10o και τον 11o αι. με ακόμα σημαντικότερους εκπροσώπους.
Οικείος προς την αριστοτελική φιλοσοφία είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός (675;-749;). Με το έργο του Πηγή γνώσεως πραγματοποίησε κωδικοποίηση των διδαγμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων. Ο Δαμασκηνός καθώς και ο Θεόδωρος Στουδίτης, λίγο μεταγενέστερός του, τάχθηκαν κατά των εικονομάχων και αναδείχτηκαν σημαντικοί θεολόγοι. Ο πρώτος πραγματεύτηκε στην Πηγή γνώσεως τη διαλεκτική ως μία προετοιμασία για την επιστημονική μελέτη της χριστιανικής θρησκείας, ανασκεύασε ποικίλες αιρέσεις και εξέθεσε τα δόγματα της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Δαμασκηνός, στο έργο του Υπέρ των εικόνων, ξεχωρίζει την έννοια της λατρείας από την προσκύνηση. Από τον Δαμασκηνό θεωρείται ότι προέρχεται και το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, που αποτελεί απολογία του χριστιανικού βίου. Παράλληλα κατέχει ξεχωριστή θέση και ως ποιητής. Υπήρξε συνεχιστής του Ανδρέα Κρήτης, κανονογράφος και υμνογράφος με μυστικιστική διάθεση. Τροποποιώντας την τεχνική του κανόνα, την έκανε πιο σύνθετη ενώνοντας τα νέα ρυθμικά με τα παλιά προσωδιακά μέτρα. Του αποδίδεται η Οκτώηχος, που είναι βασικά προγενέστερή του, όμως περιέχει και δικά του ποιήματα. Διακρίνεται από ειλικρίνεια στην έμπνευση αλλά και σκοτεινότητα στο ύφος, που συχνά έχει δύναμη και πυκνότητα.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) καταπολέμησε ως θεολόγος τις μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων αυτοκρατόρων. Υπήρξε μεταρρυθμιστής του μοναχικού βίου και έγραψε ύμνουςκαι επιγράμματα σε αγίους. Στα έργα του, Μικρά κατήχησις και Μεγάλη κατήχησις, προέβαλε τα ασκητικά ιδεώδη της χριστιανικής τελείωσης. Παρείχε με αυτά συμβουλές στους μοναχούς της μονής του Στουδίου, όπου ήταν ηγούμενος. Λογοτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές του.
Ο Θεοφάνης Ομολογητής (760;-818) στη Χρονογραφία του πραγματεύτηκε γεγονότα των ετών 284-813, ακολουθώντας παλαιότερους εκκλησιαστικούς και άλλους συγγραφείς. Εξέθεσε τα γεγονότα με ακρίβεια, αλλά σε απλή γλώσσα. Το έργο του μεταφράστηκε στα λατινικά και είχε επιτυχία και έξω από το Βυζάντιο.
Η ποιήτρια Κασσιανή (810;-;) έγραψε πρωτότυπα και ωραία ποιήματα ποικίλου περιεχομένου, αλλά και ύμνους και επιγράμματα με σατιρική διάθεση. Έγραψε επίσης και γνωμικά.
Ο Φώτιος και ο Ψελλός κυριάρχησαν στην κυρίως βυζαντινή περίοδο. Υπήρξαν οι πρόδρομοι της ανθρωπιστικής κίνησης που προέβαλε αργότερα, στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Ο Φώτιος (825;-893;) με τη Μυριόβιβλο και τα άλλα φιλολογικά του έργα συνετέλεσε σημαντικά στη διάσωση της αρχαίας σοφίας και την ερμηνεία της. Από τους αρχαίους φιλοσόφους προτιμούσε τον Αριστοτέλη, ενώ στα έργα του Πλάτωνα ξεχώρισε το μυθολογικό στοιχείο. Καλλιέργησε τη θεολογία (υπήρξε και οικουμενικός πατριάρχης), τη φιλοσοφία, το δίκαιο, τη γραμματική, τις φυσικές επιστήμες και την ιατρική. Κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς της εποχής του για τα μαθήματά του στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, που αναδιοργανώθηκε από τον Καίσαρα Βάρδα. Συγκρότησε Λεξικό και έγραψε τα Αμφιλόχεια. Το ύφος του ήταν οξύ και φωτεινό. Ο μαθητής του Αρέθας (850;-932;), επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, άφησε ερμηνευτικές εργασίες σε κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης σχόλια και παρατηρήσεις στον Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Ευσέβιο.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-959) έγραψε την ιστορία του παππού του, Βασιλείου Α’, έργο με πανηγυρικό χαρακτήρα. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο θέλησε να αναδιοργανώσει την παιδεία αλλά και παρακίνησε στη συγγραφή χρήσιμων έργων. Ο ίδιος έγραψε το έργο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, που σχετίζεται με τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, το Περί θεμάτων, σχετικό με τη διοικητική διαίρεση του κράτους, και την Έκθεσιν περί βασιλείου τάξεως, που περιγράφει το πρωτόκολλο της βυζαντινής αυλής.
Ο Λέων Διάκονος (950;-992;) εξιστόρησε τα γεγονότα των ετών 959-976. Περιέγραψε όχι μόνο πολεμικά γεγονότα, αλλά και έθιμα της εποχής. Το ύφος του είναι τεχνητό, αλλά διακρίνεται για την εντιμότητα των πληροφοριών του.
Τον 10ο και 11ο αι. άκμασε ο Συμεών ο Νέος (950-1022), συνεχιστής του Μαξίμου Ομολογητή και πρόδρομος των ησυχαστών του 14ου αι. Επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον Ιωάννη της κλίμακος, αφοσιώθηκε στον μοναχικό βίο και αναδείχτηκε σε έναν από τους πιο πρωτότυπους βυζαντινούς θεολόγους. Εκτιμάται παράλληλα και ως αξιόλογος ποιητής. Με το έμμετρο, κατά το μεγαλύτερο μέρος, έργο του Των θείων ύμνων έρωτες φώτισε τη θρησκευτική σκέψη και πράξη.
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078;), σημαντικός λόγιος, φιλόσοφος και ιστορικός, ανανέωσε τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη μελέτη της πλατωνικής κυρίως φιλοσοφίας και προσπάθησε να διαχωρίσει τη φιλοσοφική από τη θεολογική σκέψη. Δίδαξε στο Γυμνάσιον που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, η φιλοσοφική παιδεία θα έπρεπε να ξεκινά από τη λογική και τη φυσική του Αριστοτέλη και, με τη βοήθεια του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και του Πρόκλου, να μελετηθεί αργότερα η μεταφυσική. Έβλεπε τους αρχαίους ως προδρόμους του χριστιανισμού και ήρθε σε αντίθεση με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, προϊστάμενο του Διδασκαλείου τωννόμων. Ως πλατωνιστής υπήρξε πρόδρομος όχι μόνο του Γεωργίου Γεμιστού (Πλήθωνα) αλλά και του πλατωνισμού της Αναγέννησης. Στη Χρονογραφία του, όπου πραγματεύτηκε τα ιστορικά γεγονότα των ετών 976-1077, ο Ψελλός έδωσε επιτυχημένες εικόνες ιστορικών προσώπων. Τα γεγονότα της βασιλείας του Βασιλείου Β’ τα πραγματεύτηκε εισαγωγικά. Η έκθεσή του δεν είχε πλατειασμούς και περιττολογίες, ακριβολογούσε και μελετούσε ψυχολογικά πρόσωπα και γεγονότα. Αναζήτησε τις αιτίες των γεγονότων στην ίδια την ψυχή των δρώντων ανθρώπων. Είχε φαντασία και αίσθημα και ήταν καλλιτέχνης ιστοριογράφος. Κατέφευγε στη λεπτομέρεια μόνο όταν αυτή παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μολονότι το ύφος του ήταν τεχνητό και εξεζητημένο, είχε χρώμα, ποικιλία, κίνηση και παθητικότητα.
Ο Ιωάννης Ιταλός (1023-;), χωρίς να απομακρυνθεί από τον χριστιανισμό, κατέφυγε στον ορθό λόγο για να ερμηνεύσει το χριστιανικό δόγμα. Πίστευε ότι καθετί που μορφώνει τον άνθρωπο αποτελεί κέρδος και τον οδηγεί στον Θεό. Έγραψε φιλοσοφικά εγχειρίδια, που είναι στο βάθος περιλήψεις από έργα του Αριστοτέλη. Επίσης με άλλα συγγραμματά του αποσκοπεί στο να λύσει απορίες σημαντικών προσώπων της εποχής.
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.) ξεχώρισε ως αμερόληπτος ιστορικός. Πραγματεύτηκε την ιστορία της περιόδου 1034-79, με οξεία παρατηρητικότητα και βαθιά κρίση. Η γλώσσα του τοποθετείται ανάμεσα στην απλούστερη ομιλούμενη του 9ου και 10ου αι. και την αρχαϊστική των χρόνων των Κομνηνών. Πολιτιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το Τυπικό μοναστηριού και πτωχοκομείου που ίδρυσε, καθώς μάλιστα μας παρέχει και χρήσιμα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137;) εξιστόρησε χωρίς μεγάλη αντικειμενικότητα τα γεγονότα των ετών 1070-79, αρχίζοντας από τον Ισαάκιο Κομνηνό και φτάνοντας έως τα μέσα της βασιλείας του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Το έργο του Βρυέννιου θεωρείται κατώτερο από το έργο της γυναίκας του Άννας Κομνηνής, που συνέχισε την ιστορία του. Η Αλεξιάς της Άννας Κομνηνής (1083-1148;) εκθέτει τα γεγονότα των ετών 1069-1118 με βάση, εκτός των άλλων, τα αρχεία του κράτους και τη διπλωματική αλληλογραφία. Επηρεάστηκε από παλαιότερούς της ιστοριογράφους, αλλά κυρίως μιμήθηκε τον Θουκυδίδη. Δεν είχε όμως γνήσια ιστορική σύλληψη των γεγονότων και δεν διείσδυσε στις αιτίες τους. Μολονότι μεροληπτικό και με άλλα ελαττώματα, το έργο της παρέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Το ύφος της είναι αρχαϊστικό, ρητορικό και σε μεγάλο βαθμό τεχνητό.
Ο Ιωάννης Κίνναμος (1143;-1185;) πραγματεύτηκε στην Επιτομή του, με φιλαλήθεια και λακωνικότητα, τα γεγονότα της βασιλείας του Ιωάννη Β’ και του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1118-76). Έχει ως πρότυπο τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, και από τους Βυζαντινούς τον Προκόπιο.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (περ. 1150 – 1210/11), στη Χρονικήν Διήγησιν, που πραγματεύτηκε γεγονότα των ετών 1118-1206, έδειξε τη φιλαλήθεια και τον πατριωτισμό του, παρατηρητικότητα και ζωντάνια περιγραφής. Στηρίχτηκε στην πείρα του και σε διηγήσεις σύγχρονών του προσώπων. Έχει επίσημο, πομπώδες και σκοτεινό ύφος και αρχαϊστική γλώσσα. Μας δίνει όμως ενδιαφέρουσα εικόνα της Πόλης στα χρόνια της Άλωσης του 1204. Μερικοί τον τοποθετούν δίπλα στον Ψελλό. Έγραψε και θεολογικό σύγγραμμα, την Πανοπλία δογματική.
Σημαντικούς χρονογράφους συναντούμε στον 11ο και τον 12ο αι., που ξεπερνούν μάλιστα κατά πολύ τους ομοτέχνους τους. Ο Ιωάννης Σκυλίτσης (;-1081;), που είχε χρηματίσει ανώτερος αξιωματούχος, πραγματεύτηκε γεγονότα από το 811 έως τα μέσα του 11ου αι. Στηρίχτηκε και σε άγνωστες σε μας πηγές. Ξεχωρίζουν μέσα στο έργο του όσα σχετίζονται με τον Βασίλειο Β’. Στην εισαγωγή του έργου του αντιμετώπισε κριτικά τους προγενέστερούς του ιστορικούς. Ο άλλος αξιόλογος χρονογράφος της εποχής, ο Ιωάννης Ζωναράς (αρχές 12ου αι.), πραγματεύτηκε γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως το 1118, τον θάνατο δηλαδή του Αλεξίου Α’ Κομνηνού. Αντλώντας κυρίως από τον Σκυλίτση και τον Ψελλό και κατά ένα μέρος από τον Ατταλειάτη, έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στις πηγές του. Έχοντας στενή εξάρτηση από την Άννα Koμνηνή, έκανε συμπληρώσεις στο έργο της. Η γραφή του ήταν ζωντανή και σε απλό ύφος.
Η μεγάλη φυσιογνωμία του Ευσταθίου, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1125;-1194), ακτινοβόλησε τον 12ο αι. Υπήρξε λαμπρός μελετητής του Ομήρου και του Πινδάρου, αλλά και συνάμα της σύγχρονής του γλώσσας και των ηθών και εθίμων της εποχής του. Έγραψε Παρεκβολάς εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Iλιάδα καθώς και σχόλια στον Διονύσιο Περιηγητή και τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πριν γίνει μητροπολίτης, είχε διατελέσει διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185. Από τα άλλα έργα του, θεολογικά, επιστημονικά και ρητορικά, ορισμένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον. Η Επίσκεψις βίου μοναχικού επί διορθώσειτων περί αυτόν αναφέρεται στην αναδιοργάνωση του βίου των μοναχών της εποχής του. Ιδιαίτερη σημασία έχουν επίσης οι επιστολές και οι λόγοι του. Όμως, το ύφος του δεν είναι πάντοτε όσο θα θέλαμε φωτεινό και σαφές.
Ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης (1138;-1222;), μαθητής του Ευσταθίου, αποτελεί σημαντική προσωπικότητα. Τα έργα του (ανάμεσά τους το Υπομνηστικόν στον Αλέξιο Γ΄) μας διαφωτίζουν σε πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής του. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα και η Προσωποποιία.
Ο Θεοφύλακτος, αρχιεπίσκοπος Αχρίδας (1090-1118), υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού και σημαντικός θεολόγος. Έγραψε Ερμηνείες σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και στα Ευαγγέλια, καθώς και μια αντιρρητική πραγματεία Κατά Λατίνων, που τη γνώρισαν αργότερα ο Δημήτριος Χωματιανός και ο Ιωάννης Βέκκος. Έγραψε επίσης Παιδείαν βασιλικήν, όπου δίδασκε τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο σε θέματα θρησκευτικά, ηθικά, διοικητικά και στρατιωτικά. Ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι Επιστολές του.
Στον τομέα της λόγιας ποιητικής δημιουργίας, όπου δεν έχουμε πολύ αξιόλογα αποτελέσματα, ξεχωρίζει ο Ιωάννης Γεωμέτρης ή Κυριώτης (10ος αι.). Εκτός από έργα σε πεζό λόγο, έγραψε και εκκλησιαστικά ποιήματα. Στα μη θρησκευτικά ανήκουν όσα, με αφορμή σύγχρονά του γεγονότα, εγκωμιάζουν τον Νικηφόρο Φωκά και τον Ιωάννη Τσιμισκή. Σώζονται επίσης τετράστιχα (Παράδεισος). Είχε ποικιλία στην έμπνευση και αξιοπρέπεια στη μορφή.
Σημαντικός ποιητής είναι και ο Χριστόφορος Μυτιληναίος (αρχές 11ου αι.). Έγραψε ποικίλα ποιήματα, συχνά με προσωπική έμπνευση, τα οποία δείχνουν και την παρατηρητικότητά του. Τον διέκρινε χιούμορ και ειρωνεία, καθώς και το λογοπαίγνιο, φαινόμενα σπάνια στον βυζαντινό κόσμο.
Αξιόλογος είναι και ο Ιωάννης Μαυρόπους (1000;-;), ποιητής και διδάσκαλος. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της βυζαντινής πρωτεύουσας και διετέλεσε επίσης μητροπολίτης Ευχαΐτων. Έγραψε ομιλίες, κανόνες, επιστολές και ετυμολογικό λεξικό σε ιαμβικό τρίμετρο. Αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο μια σύνθεση πνευματικού και θρησκευτικού ανθρώπου. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Πλάτωνα και σε αυτόν φαίνεται πως ο μαθητής του Μιχαήλ Ψελλός οφείλει και τη δική του προτίμηση στον Αθηναίο φιλόσοφο.
Κατά το τέλος της δεύτερης περιόδου των βυζαντινών γραμμάτων προέβαλε μια μυθιστορηματική ποίηση που είχε την αφετηρία της στο σοφιστικό μυθιστόρημα των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Εκπρόσωποι του είδους υπήρξαν ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Νικήτας Ευγενειανός, ο Ευστάθιος Μακρεμβολίτης και ο Κωνσταντίνος Μανασσής. Ο Θεόδωρος Πρόδρομος έγραψε Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, κατά το πρότυπο των Αιθιοπικών του Ηλιόδωρου. Ο Ευστάθιος Μακρεμβολίτης μας άφησε Τα καθ’ Υσμίνην και Yσμινίαν, μυθιστόρημα σε πεζό λόγο, με τα χαρακτηριστικά όμως των έμμετρων μυθιστορημάτων που γράφονταν εκείνη την εποχή σε λόγια γλώσσα. Πρότυπό του είχε Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα και χρησιμοποιούσε αρχαϊστική και ακαλαίσθητη γλώσσα. Έργο του Νικήτα Ευγενειανού ήταν Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα, εκτενές μυθιστόρημα σε τρίμετρους στίχους κατά μίμηση παλαιότερων μυθιστορηματικών έργων, με προσθήκες ενίοτε τρυφερού και απαλού τόνου. Ο Κωνσταντίνος Μανασσής έγραψε Τακατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν σε αποσπάσματα. Χρησιμοποίησε τον δεκαπεντασύλλαβο, προετοιμάζοντας έτσι τη μετάβαση προς τη μυθιστορηματική γραμματεία, που υιοθέτησε και λαϊκό μέτρο και δημοτική γλώσσα.
Υστερομεσαιωνική περίοδος (1200-1600). Μεγάλη ακμή παρουσιάστηκε στα γράμματα την περίοδο αυτή, μολονότι το κράτος κατέρρεε. Εντάθηκε τόσο η στροφή προς την αρχαιότητα όσο και η χρήση απλούστερης γλώσσας. Υπογραμμίστηκε έτσι ο μεταβατικός χαρακτήρας της περιόδου. Ο συντηρητικός κόσμος δέσποζε στην πεζογραφία, όπου κυριαρχούσε η αρχαϊστική γλώσσα. Ο ανανεωτικός κόσμος εκδηλώθηκε με τα έμμετρα γραμματειακά είδη. Ακραιφνέστερο εμφανίστηκε σε αυτή την περίοδο το ελληνικό και πατριωτικό αίσθημα που απομάκρυνε από την καθαυτό βυζαντινή παράδοση και οδήγησε σε μια αντίληψη καθαρά ελληνική που διαμορφώθηκε τόσο με αρχαϊστικά στοιχεία όσο και με στοιχεία της νεωτεριστικής νοοτροπίας. Η χρονογραφία παράκμαζε, ενώ καλλιεργήθηκε με επιτυχία η ιστοριογραφία. Η αποκορύφωση του ανθρωπιστικού κινήματος οδήγησε στην καλλιέργεια των επιστημών, στη συστηματικότερη μελέτη της αρχαίας γραμματείας και στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής διανόησης με επίδραση από τον νεοπλατωνισμό του Ψελλού. Στον θεολογικό τομέα συναντούμε φιλενωτικούς, αλλά και μυστικούς θεολόγους με εθνικιστικές τάσεις· όμως, οι θεολόγοι αυτοί υστερούν έναντι των παλαιότερων. Δύο θέματα συγκινούν ιδιαίτερα: το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και η ησυχαστική διαμάχη (το δεύτερο στα μέσα του 14ου αι.). Η δημώδης γραμματεία, καθόλου άγνωστη και προηγουμένως, απαίτησε τα δικαιώματά της, βασικός κι αυτός ανανεωτικός παράγοντας. Πολλά δημοτικά κείμενα, κυρίως έμμετρα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Η δημοτική αυτή δραστηριότητα οδήγησε πολύ αργότερα στην ακμή της κρητικής λογοτεχνίας του τέλους του 16ου αι. Η γλώσσα των παλαιότερων δημοτικών κειμένων της περιόδου δεν υπήρξε πάντα κανονική και καλογραμμένη, όμως μυθιστορηματικά και άλλα έργα τόνωσαν τη γραμματεία της εποχής, με τη ζωντάνια και τον αυθορμητισμό τους, όσο και αν αποτελούσαν συχνά απομιμήσεις ευρωπαϊκών προτύπων.
Σημαντικός ιστορικός υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), που έδρασε στη Νίκαια και μετά το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε σημαντικός λόγιος και διδάσκαλος. Συνέβαλε μάλιστα στην αναδιοργάνωση της παιδείας επί Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Στο ιστορικό του έργο Χρονική συγγραφή πραγματεύτηκε με ρεαλισμό και απαθή κρίση, και σε ύφος φροντισμένο και ακριβολόγο, τα γεγονότα των ετών 1203-61. Έγραψε και Επιτάφιον στον Ιωάννη Γ’ Βατάτση και θεολογικές πραγματείες για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, καθώς και προοίμιο στην έκδοση επιστολών του Θεοδώρου Λασκάρεως από 63 τρίμετρους.
Αξιόλογος υπήρξε και ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310;), που με το έργο του Συγγραφικαί ιστορίαι μας έδωσε εικόνα των γεγονότων των ετών 1255-1308. Εντρύφησε ιδίως στην έκθεση δογματικών διαφορών και διενέξεων. Ήταν αντίπαλος της φιλενωτικής πολιτικής του Μιχαήλ Η’. Το ύφος του είναι εξεζητημένο και η λογιότητά του τον έκανε να συμφύρει στοιχεία παρμένα από τον Όμηρο, δογματικές συζητήσεις και στοιχεία της σύγχρονής του γλώσσας. Έγραψε και ποικιλία άλλων συγγραμμάτων, καθώς και ποιήματα, επιστολές και μία έμμετρη αυτοβιογραφία.
Σημαντική υπήρξε και η προσωπικότητα του Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197/8-1272/3), διδασκάλου της φιλοσοφίας και μελετητή των παιδαγωγικών ζητημάτων. Προσπάθησε να πετύχει σύνθεση της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εμποτισμένη από τα χριστιανικά διδάγματα. Απηύθυνε τον Βασιλικό ανδριάντα του προς τον μαθητή του Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι. Οι δύο αυτοβιογραφίες του έχουν αυτοπανηγυρικό τόνο, παρέχουν όμως χρήσιμα πολιτικά στοιχεία για την εποχή του και ιδίως για την κατάσταση της αυλής και της εκκλησίας. Έγραψε ακόμα Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Περί αρετής και ασκήσεως, καθώς και λόγους, επιστολές και ποιήματα.
Ο Ιωάννης Βέκκος (;-1297;), θεολόγος αρχικά ανθενωτικός και κατόπιν φιλενωτικός, υπήρξε πατριάρχης από το 1275 έως το 1282. Ο Βέκκος έγραψε διάφορα φιλενωτικά συγγράμματα, άλλα που τα απηύθυνε σε ομοϊδεάτες, καθώς και διατριβή όπου υποστήριξε ότι οι παλαιότεροι βυζαντινοί θεολόγοι αναγνώριζαν το δυτικό δόγμα. Καταφέρθηκε εναντίον του Φωτίου.
Ο Γρηγόριος Κύπριος (1241-1289;) υπήρξε ανθρωπιστής και θεολόγος, υπερασπιστής της ορθοδοξίας. Πατριάρχευσε τα χρόνια 1283-89 και μας άφησε αυτοβιογραφία γραμμένη με απλότητα και ρεαλιστική διάθεση, παρά τον αρχαϊσμό της. Άλλα δημιουργήματά του είναι δείγματα συμβατικής ρητορικής.
Από τους λογίους που στον 14o αι. μελέτησαν τον αρχαίο κόσμο αναφέρεται ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310). Με τις μεταφράσεις λατινικών συγγραμμάτων στα ελληνικά έγινε πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου. Έγραψε σχόλια στον μαθηματικό Διόφαντο, γραμματικές και απανθίσματα από αρχαίους συγγραφείς. Ο Μανουήλ Μοσχόπουλος (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.) υπήρξε κι αυτός γραμματικός και σχολιαστής. Ήταν πραγματολόγος στο ύφος του. Και ο Θωμάς Μάγιστρος (;-1330) με τις συγγραφές του εξυπηρέτησε την παιδεία. Σχολίασε τους τραγικούς και τον Αριστοτέλη, ίσως και τον Πίνδαρο. Αξιομνημόνευτα είναι τα έργα του Περί βασιλείας και Περί πολιτείας. Υπήρξε επίσης λεξικογράφος.
Ο Δημήτριος Τρικλίνιος (αρχές 14ου αι.) θεωρείται ο πιο σημαντικός φιλόλογος της εποχής των Παλαιολόγων. Ασχολήθηκε κυρίως με την ερμηνεία και τη διόρθωση αρχαίων κειμένων. Σχολίασε Πίνδαρο, Αισχύλο και Σοφοκλή.
Πολύ σημαντική φυσιογνωμία υπήρξε και ο Θεόδωρος Μετοχίτης (;-1332). Τον απασχόλησαν φιλοσοφικά, επιστημονικά και φιλολογικά θέματα. Δεν αδιαφόρησε ούτε για τα αισθητικά ούτε για τα γραμματολογικά. Θαυμάζοντας και τον Αριστοτέλη, ακολούθησε ωστόσο κυρίως τον Πλάτωνα – ή καλύτερα τους νεοπλατωνικούς. Σημαντικό στάθηκε το σύγγραμμά του Υπομνήματα και σημειώσεις γνωμικαί. Έγραψε και αστρονομικό σύγγραμμα και αγωνίστηκε για την ορθή κατεύθυνση στην παιδεία της εποχής του. Τα ποιήματά του δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Το ύφος του είναι σκοτεινό και επιτηδευμένο.
Δύο τάσεις αντιτέθηκαν κατά την ησυχαστική έριδα του 14ου αι. Την ανθρωπιστική τάση εκπροσώπησε ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1290/1-1359/60), λόγιος με αξιόλογη κλασική μόρφωση. Στη Ρωμαϊκή ιστορία του πραγματεύτηκε τα γεγονότα των ετών 1204-1359 επιμένοντας στα συμβάντα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας. Το έργο του, κατά ένα μέρος μεροληπτικό ως έργο αντιπάλου των ησυχαστών, παρέχει πάντως πολύτιμα ιστορικά στοιχεία. Το έγραψε περιορισμένος σε μοναστήρι, γι’ αυτό και δεν μας σώθηκε οριστικά επεξεργασμένο. Έγραψε φιλοσοφικές, αστρονομικές και άλλες πραγματείες. Ήρθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ Καλαβρό (σχετικό έργο του ο Φλωρέντιος). Το ύφος του είναι πολύ αρχαϊστικό και εξεζητημένο.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς (1256/7-1359), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μελετητής του Αριστοτέλη, υπήρξε θαυμαστής του μοναχικού βίου και αρχηγός του αντιπάλου κινήματος, δηλαδή του ησυχασμού. Ήρθε σε σύγκρουση και αυτός με τον πλατωνιστή Βαρλαάμ Καλαβρό και έγραψε εναντίον των αντιπάλων του ησυχασμού, καθώς και άλλες πραγματείες, ασκητικές αλλά και ανθενωτικές. Στις ομιλίες του απέφυγε το πομπώδες ύφος. Ξεχωρίζουν ανάμεσα στα έργα του τα Αντεπιγραφαί και Υπέρ των ησυχαζόντων.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας (τέλη 14ου αι.) υπήρξε κι αυτός σημαντικός θεολόγος με μυστικιστικές τάσεις. Καλλιέργησε τη ρητορική, τη φιλοσοφία και την αστρονομία. Έγραψε σε σχετικά απλό ύφος τις ομιλίες του. Παρά τον μυστικισμό του, δεν αποκήρυξε την καλλιέργεια της επιστήμης ούτε προέτρεψε προς τον αναχωρητισμό.
Δεύτερος ιστοριογράφος των γεγονότων της εποχής ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292;-1383), που εξιστόρησε τα γεγονότα από το 1320 έως το 1360 σε ύφος πιό ζωντανό από το ύφος του Γρηγορά. Δεν υπήρξε ούτε αυτός αμερόληπτος, αφού έλαβε μέρος στα πολιτικά γεγονότα των χρόνων του. Παρέχει όμως σημαντικές πληροφορίες για τους γειτονικούς λαούς. Το έργο του εκτιμάται και από αισθητική άποψη. Έγραψε και θεολογικά έργα, καθώς και παράφραση μέρους των από τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη.
Ο Δημήτριος Κυδώνης (1324;-1397/8), προσωπικότητα προδρομική για τον δυτικό ανθρωπισμό, υπήρξε γενικότερα λόγιος αλλά και θεολόγος. Έγραψε κατά του Παλαμά και βοήθησε στη γνωριμία των βυζαντινών με τη δυτική σκέψη, κάνοντας μεταφράσεις έργων του Θωμά του Ακινάτη κ.ά. Στα πολλά θεολογικά του συγγράμματα τον απασχόλησαν τα μεγάλα θέματα της εποχής: ο ησυχασμός και η ένωση των Εκκλησιών. Ήταν οπαδός της δυτικής θεολογίας και έγραψε επίσης καθαρά φιλοσοφικά συγγράμματα.
Μεγάλη είναι η συμβολή επίσης του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα (1360;–1452), λόγιου με σημαντική δραστηριότητα. Μελετώντας τον πλατωνισμό και τους νεοπλατωνικούς, προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία. Φιλοσόφησε και θεολόγησε, όμως δεν ήταν χριστιανός. Οι Νόμοι του δεν διασώθηκαν ολόκληροι. Τα άλλα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά και μουσικά. Σημαντικό είναι εκείνο που επιγράφεται Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται. Σε υπομνήματά του έδωσε συμβουλές για τα μεγάλα και ποικίλα ζητήματα της εποχής του.
Ο Βησσαρίων (1403-1472) υπήρξε μητροπολίτης στη Νίκαια και αργότερα καρδινάλιος. Γνώστης του ιταλικού ανθρωπισμού, έγινε οπαδός των δυτικών δογμάτων. Συνεχιστής κατά ένα μέρος του πλατωνισμού του Ψελλού, άντλησε έμπνευση και από θεολόγους του δυτικού Μεσαίωνα. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη μύηση των Ελλήνων της εποχής του στη γνώση της ευρωπαϊκής τεχνικής. Συνηγόρησε στον δόγη της Βενετίας για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Έγραψε Κριτικές θέσεις κατά του Γεωργίου Τραπεζουντίου, που «συκοφαντούσε» τον Πλάτωνα.
Και ο Γεώργιος Σχολάριος (;-1472;), ο πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση με το όνομα Γεννάδιος, υπήρξε θεολόγος, συντηρητικών όμως τάσεων. Έγραψε το έργο Κατά των Λατίνων. Σημαντικότερος από αυτόν θεολόγος ήταν ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός (1392/3-1444/5), ηγέτης των ανθενωτικών. Έγραψε θεολογικές πραγματείες, πολεμικά έργα κατά του Βησσαρίωνα και των βαρλααμικών και άλλα ασκητικά συγγράμματα. Ήταν οπαδός των απόψεων των ησυχαστών του 14ου αι., και μάλιστα του Νικολάου Καβάσιλα.
Τέσσερις ιστοριογράφοι εξιστόρησαν τα γεγονότα της εποχής. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1432;-1490;) ακολούθησε ως πρότυπα τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο και πραγματεύτηκε γεγονότα κυρίως από το 1298 έως το 1463, καθώς και των ετών 1484-87. Γράφοντας κυρίως τουρκική ιστορία, ασχολήθηκε και με τους λαούς που ήρθαν σε επαφή με τους Τούρκους. Άντλησε στοιχεία και από τον Γρηγορά και από τουρκικές πηγές. Αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα γεγονότα, όμως δεν υπήρξε ακριβής στις χρονολογίες του. Πίστευε στα πεπρωμένα του ελληνισμού, παρά την πτώση που διαπίστωνε στην εποχή του. Το ύφος του ήταν επιτηδευμένο και ασαφές.
Ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος (1410;-1467;), λόγιος εξαιρετικής παιδείας, έγραψε σε αρχαϊστική γλώσσα την ιστορία του Μωάμεθ Β’, εξιστορώντας αναλυτικά τα γεγονότα της Άλωσης. Τον διέκρινε οξυδέρκεια στην εξιστόρηση των γεγονότων και εξήρε καμιά φορά τη γενναιότητα των ομοεθνών του, όμως το έργο του γράφτηκε για να προσφερθεί στον σουλτάνο. Το ύφος του, μολονότι πολύ αρχαϊστικό, έχει σαφήνεια.
Ο Δούκας (1400-1470) άρχισε το έργο του με τα γεγονότα του 1341 και κατέληξε στην τουρκική κατάληψη της Μυτιλήνης (1462). Διακρίνεται για τη φιλαλήθειά του και τη ζωντανή έκθεση των γεγονότων. Καλλιέργησε έναν ηθελημένο δημοτικισμό και η νοοτροπία του ήταν μάλλον ανθρώπου του λαού. Υπήρξε φιλενωτικός, αλλά συνάμα πατριώτης.
Ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1478;), αξιωματούχος της αυλής, έγραψε Χρονικό των ετών 1413-78. Μία πιο εκτενής παραλλαγή του, που αρχίζει από το 1258, δεν πρέπει να προέρχεται από αυτόν αλλά από μεταγενέστερο συγγραφέα. Η γλώσσα του Σφραντζή δεν ήταν επιμελημένη, διαφέροντας από εκείνη του Κριτόβουλου και του Χαλκοκονδύλη. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα ακολούθησε την ανθενωτική τάση.
Ο Λεόντιος Μαχαιράς, άνθρωπος της φραγκικής αυλής στην Κύπρο, χρονογράφος μάλλον παρά ιστορικός, έγραψε στη διάλεκτο του τόπου του την ιστορία της Κύπρου. Εξέθεσε την παλαιότερη εκκλησιαστική και ευρύτερη ιστορία του νησιού, επέμεινε όμως κυρίως στα γεγονότα των ετών 1359-1432. Χρησιμοποίησε παλαιότερες χρονογραφίες και έγγραφα, και είναι αξιόπιστος. Το σύγγραμμά του παρουσιάζει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον, καθώς καθρεφτίζει πιστά το ιδίωμα του τόπου του, γραμμένο μάλιστα σε εκτενές πεζογράφημα.
Ο Γεώργιος Βουστρώνιος (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.) εξέθεσε κι αυτός σε δημοτικό ύφος την ιστορία των ετών 1456-1501. Έχουμε και εδώ εκτενές πεζογραφικό κείμενο σε λαϊκή γλώσσα.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων, γραμμένο με ιταλικό πρότυπο. Περιέχει την τουρκική ιστορία από τις αρχές του 16ου αι. Η γλώσσα του είναι αμιγώς λαϊκή με μεγάλη ζωηρότητα. Στις αρχές του 16ου αι. γράφτηκε η Έκθεση χρονική, που πραγματεύεται γεγονότα από το 1391 έως το 1517 ή, σύμφωνα με άλλο χειρόγραφο, έως το 1453. Ο άγνωστος συγγραφέας, που έγραψε σε λαϊκή γλώσσα, χρησιμοποίησε τα έργα του Δούκα και του Σφραντζή.
Στα μέσα του 16ου αι. γράφτηκε χρονικό που αποδίδεται στον Δωρόθεο Μονεμβασίας και πραγματεύεται σε λαϊκή γλώσσα τη βυζαντινή ιστορία. Λεπτομερέστερο είναι το έργο για την περίοδο των Παλαιολόγων. Ο Μανουήλ Μαλαξός από το Ναύπλιο φαίνεται πως επεξεργάστηκε αυτό το χρονικό, που είχε δεχτεί πολλές προσθήκες, και το συνέχισε περιλαμβάνοντας γεγονότα έως το 1578. Την τελευταία διασκευή έκανε ο Δωρόθεος Μονεμβασίας.
Στην τελευταία αυτή περίοδο γράφτηκαν επίσης αρκετά μυθιστορήματα, έμμετρα, συχνά ιπποτικού χαρακτήρα, δημιουργήματα του ιδιότυπου πολιτισμού που εμφανίστηκε στις χώρες της βυζαντινής Ανατολής μετά το 1204. Από τα πιο πρωτότυπα του είδους είναι το μυθιστόρημα του Καλλιμάχου και της Χρυσορρόης, που τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ του συμβατικού μυθιστορήματος του 12ου αι. και εκείνου που καλλιεργήθηκε στους επόμενους αιώνες. Δεν γράφτηκε σύμφωνα με ορισμένο φραγκικό πρότυπο, ούτε και σχετίζεται με τον ιδιότυπο φραγκοβυζαντινό πολιτισμό των χρόνων μετά τη φραγκική κατάκτηση. Μολονότι είναι μυθιστόρημα με πολλές συμβατικότητες, θυμίζει νεοελληνικά παραμύθια. Ξεχωρίζει παράλληλα για τη δροσιά του και τη σχετική κομψότητα του στίχου του. Δεν αποκλείεται να το έγραψε πρόσωπο που είχε δεσμούς συγγενικούς με το παλάτι στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ (1282-1328).
Ο Βέλθανδρος και η Χρυσάντζα, χωρίς να έχει ούτε αυτό συγκεκριμένο φραγκικό πρότυπο, θεωρείται καρπός του νέου πολιτιστικού κόσμου της ελληνικής Ανατολής. Μολονότι θυμίζει και παλαιότερα κείμενα, έχει απομακρυνθεί από την πλαστή ατμόσφαιρα των παλαιότερων μυθιστορημάτων. Η διασκευή που διασώζει το έργο είναι ασφαλώς μεταγενέστερη. Ο συγγραφέας του ήταν ικανός στην περιγραφή των αισθημάτων των ηρώων του, δείχνει να συγκινείται από τη φύση και μας δίνει καμιά φορά εκλεκτούς στίχους. Στηρίζεται σε μία ηθική ιδέα και το έργο του είναι απαλλαγμένο από την εξωραϊσμένη λαγνεία ανάλογων έργων.
Ο Λίβιστρος και η Ροδάμνη είναι μυθιστόρημα του οποίου ο ποιητής ήταν εξοικειωμένος με την παλαιότερη γραμματεία, ελληνική και φραγκική. Περιγράφει ήθη του δυτικού Μεσαίωνα, που είχαν γίνει και βυζαντινά. Οι εκφράσεις του (δηλαδή, περιγραφές του) προέρχονται ασφαλώς από παλαιότερα μυθιστορήματα. Η βυζαντινή εθιμοτυπία εικονίζεται μέσα στο έργο, και το μυθιστόρημα θυμίζει δημοτική ελληνική ποίηση, ενώ ο ποιητής του συγκινείται από τη φύση και περιγράφει με λεπτότητα σκηνές ερωτικού χαρακτήρα.
Το μυθιστόρημα Φλώριος και Πλατζιαφλώρα και το μεταγενέστερό του Ιμπέριος και Μαργαρώνα προβάλλουν έκδηλη τη φραγκική επίδραση. Αποτελούν μιμήσεις συγκεκριμένων φραγκικών μυθιστορημάτων. Όμως, στα έργα αυτά βρίσκουμε και άφθονα μεταγενέστερα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία. Η γλώσσα τους είναι καθαρότερα δημοτική, μολονότι η ατμόσφαιρά τους δεν είναι εντελώς ελληνική. Το πρώτο από αυτά αποτελεί μίμηση του γαλλικού μυθιστορήματος Floire et Blanchefleur, με το ενδιάμεσο ιταλικής σχετικής διασκευής· το δεύτερο ακολουθεί την υπόθεση του γαλλικού μυθιστορήματος Pierre de Provenceet la belle Maguelonne. Χαρακτηριστικές της ακτινοβολίας του Ιμπερίου είναι οι συχνές του εκδόσεις στα χρόνια της τουρκοκρατίας και η ύπαρξη νεοελληνικών παραμυθιών που συνδέονται με την υπόθεσή του.
Η Αχιλληίς είναι και αυτό ιπποτικό έμμετρο μυθιστόρημα. Ο ήρωάς του πάντως είναι Έλληνας και η αντίληψη του έρωτα μέσα στο μυθιστόρημα ελληνική. Άλλωστε, πρότυπο για τον ήρωά του ο ποιητής είχε τον ήρωα του ακριτικού έπους. Και η Αχιλληίς θυμίζει σοφιστικό και λόγιο βυζαντινό μυθιστόρημα. Αρκετοί στίχοι της αποτελούν επανάληψη στίχων άλλων μυθιστορημάτων της εποχής. Πολύ συχνά το έργο ξεπερνά από άποψη ποιότητας τα πρότυπά του. Το έργο, που τοποθετείται στον 15o αι., γράφτηκε στη γλώσσα των άλλων ιπποτικών μυθιστορημάτων, γλώσσα λαϊκή με αρκετά δάνεια από τη λογιότερη.
Επιβάλλεται να μνημονευτούν εδώ και οι διάφορες παραλλαγές που σώθηκαν από το έπος του 10ου αι., που πραγματευόταν τα ηρωικά κατορθώματα του φημισμένου προασπιστή των ανατολικών συνόρων του κράτους, του Διγενή Ακρίτα. Οι παραλλαγές του, γραμμένες σε διάφορες εποχές, μας δίνουν ενδιαφέρουσες περιγραφές και κάποια ψυχολογική μελέτη των ηρώων. Φαίνεται ότι το έργο πρωτογράφτηκε σε λαϊκή γλώσσα.
Στα έμμετρα ιστορικά έργα του 14ου αι. ανήκει το Χρονικόν του Μορέως. Γράφτηκε πιθανώς μεταξύ 1333 και 1346 και πραγματεύεται την περίοδο της φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, από το 1204 έως το 1292. Το έργο διέπεται από φραγκικό εθνικό αίσθημα και φανερώνει διάφορες προκαταλήψεις κατά των Ελλήνων, έχει σημασία όμως και ως ιστορική πηγή και ως γλωσσικό τεκμήριο. Η γλώσσα του είναι λαϊκή με πολλές και τολμηρές ιδιοτυπίες.
Σύντομο θρηνητικό ποίημα γράφτηκε στην Κύπρο ή από Κυπριώτη με θέμα την Άλωση της Πόλης το 1453, που τιτλοφορείται Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης. Στα σημεία όπου το ποίημα βρίσκεται κοντά στο δημοτικό τραγούδι έχει γοργότητα, φυσικότητα και ζωντάνια· αλλού υπάρχουν πλατειασμοί και παλιλλογίες.
Στην ποιητική παραγωγή της τρίτης αυτής περιόδου σημαντική θέση κατέχουν ερωτικά ποιήματα με τίτλο Ερωτοπαίγνια. Δροσιά και αφέλεια στην έκφραση του ερωτικού αισθήματος χαρακτηρίζουν τα ποιήματα αυτά. Το χρώμα τους είναι συχνά αμιγώς δημοτικό. Τα περισσότερα από τα γνωστά με τον τίτλο Kυπριακά ερωτικά ποιήματα αποτελούν λαμπρές μεταφράσεις ποιημάτων του Πετράρχη ή ποιητών που μιμήθηκαν τον Πετράρχη. Οι μεταφράσεις αυτές τοποθετούνται στα μέσα του 16ου αι. και φανερώνουν τα εξαιρετικά ποιητικά προσόντα του δημιουργού τους. Τα ποιήματα αυτά είναι γραμμένα κυρίως σε ιαμβικό μέτρο, όμως υπάρχουν στη συλλογή και ποιήματα σε τροχαϊκό ή σε μεικτό (ιαμβοτροχαϊκό).
Η κρητική λογοτεχνική παραγωγή του 15ου και του 16ου αι. πρέπει να τοποθετηθεί στα πλαίσια της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας. Στην Κρήτη μάλιστα, τον επόμενο αιώνα, η μεσαιωνική δημώδης λογοτεχνία θα βρει την αποκορύφωσή της με τα έργα του Γεωργίου Χορτάτση (Πανώρια, Ερωφίλη, Κατζούρμπος) και του Βιτσέντζου Κορνάρου(Η θυσία του Αβραάμ και Eρωτόκριτος). Από όσα έμμετρα γράφτηκαν στην Κρήτη τον 15ο και 16ο αι. μνημονεύονται εδώ η Ριμάδα κόρης και νέου, γραμμένη σε ομοιοκατάληκτο πολιτικό στίχο, έργο που είναι προικισμένο με κάποια χάρη και αίσθημα. Αξιόλογος είναι ο Απόκοπος του Μπεργαδή, γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβο στις αρχές του 16ου αι. και σε λαϊκή γλώσσα. Ο ποιητής, επηρεασμένος πιθανώς από τα δυτικά πρότυπα, διαπνεόταν από ελληνικές λαϊκές αντιλήψεις. Κάποιες στιγμές το ποίημα αποκαλύπτει έναν προικισμένο –έως ένα σημείο– ποιητή. Με το ποίημα ελέγχονται οι ζωντανοί που λησμονούν τους πεθαμένους, οι άπιστες γυναίκες και οι πλεονέκτες κληρικοί. Όλα τοποθετούνται σε όνειρο που είδε ο ποιητής. Όμως, η κρητική λογοτεχνία λίγο αργότερα θα δώσει το αριστούργημά της, τον Ερωτόκριτο, το σπουδαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο έως τα χρόνια που θα προβάλει η καθαυτό νεότερη ελληνική λογοτεχνία, στις αρχές του 19ου αι.
Τέχνη
Ο όρος βυζαντινή τέχνη περιλαμβάνει την τέχνη που αναπτύχθηκε με κέντρο την Κωνσταντινούπολη στη χρονική διάρκεια που έζησε η Β.α. και στις περιοχές που αποτελούσαν την εδαφική περιοχή αυτού του κράτους. Ακόμα, στον όρο περιλαμβάνονται τα έργα Βυζαντινών καλλιτεχνών που εργάστηκαν σε χώρες που βρίσκονταν μέσα στην περιοχή της άμεσης πολιτισμικής ακτινοβολίας της Β.α. (Ιταλία, Βαλκανικές χώρες και κατά ένα μέρος Ρωσία), αλλά και τα έργα που δημιουργήθηκαν σε κατεχόμενες ελληνικές περιοχές. Η διαμόρφωση της τέχνης αυτής άρχισε πολύ νωρίτερα από τη σχηματική ίδρυση της Β.α. (324), με βάση τους υπάρχοντες κατά τόπους τεχνοτροπικούς και τεχνικούς τρόπους της ύστερης αρχαιότητας, αλλά πήρε πληρέστερη ενότητα και ιδιομορφία τον 5o και 6o αι. Οπωσδήποτε, κατά τη χιλιόχρονη εξέλιξή της, πάντα ήταν αισθητή η πολύτροπη καταγωγή της. Η βυζαντινή τέχνη δεν τελείωσε με την οριστική πτώση του κράτους, αλλά σε όλες τις ορθόδοξες χώρες η βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση επικράτησε έως τις αρχές του 19ου αι.
Παρακάτω αναλύονται σε ξεχωριστές ενότητες η μουσική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η γλυπτική των χρόνων της Β.α., με υποδιαιρέσεις οι οποίες δεν συμπίπτουν απαραίτητα με τη σχηματική διαίρεση σε περιόδους που έγινε παραπάνω, σε ό,τι αφορά τη βυζαντινή ιστορία.
Μουσική
Για τις αφετηρίες της βυζαντινής μουσικής έχουν προταθεί πολλές διαφορετικές απόψεις από τους μελετητές της. Ίσως η πιο διαδεδομένη άποψη, αυτή που ξεκινά από τον Ε. Βελέζ, είναι ότι τόσο η βυζαντινή μουσική όσο και η θρησκευτική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας ξεκινούν από την ίδια πηγή, τη μουσική της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, που θεωρούν ότι προέρχεται κυρίως από την εβραϊκή μουσική της περιοχής. Αρκετά διαδεδομένη είναι επίσης η άποψη της ελληνιστικής προέλευσής της· εκτός από τους Έλληνες μελετητές (που φυσικά υποστηρίζουν κατά πλειοψηφία την ερμηνεία αυτή) υποστηρικτής αυτής της θεωρίας είναι και ο Π. Λανγκ που, κατ’ αντιστοιχία προς την προέλευση των εικαστικών τεχνών και των γραμμάτων της Β.α. κατά κύριο λόγο από τον ελληνιστικό κόσμο, δέχεται την ανάλογη προέλευση και για τη μουσική. Οι ειδικοί της αρχαίας αιγυπτιακής μουσικής, όπως ο Χίκμαν, επισήμαναν τις ισχυρές επιδράσεις της στην παλαιοχριστιανική μουσική· άλλοι τόνισαν τις σημαντικές επιδράσεις της συριακής (αραμαϊκής) μουσικής καθώς και άλλων μικρότερων ομάδων (Εσσαίων, γνωστικών κ.ά.). Τελικά, συνθέτοντας τις παραπάνω απόψεις, θα μπορούσαμε να προτείνουμε την ακόλουθη εικόνα ως πιθανότερη: αναμφισβήτητα, τόσο η θρησκευτική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας (Ρώμη, Μιλάνο, Μπενεβέντο, νότια Γαλλία, Ισπανία) όσο και της Ανατολικής (Β.α.) έχει κοινή προέλευση με την παλαιοχριστιανική μουσική μιας περιοχής που, σε σχήμα τόξου, καλύπτει τον χώρο Αντιόχεια – Ιεροσόλυμα – Αλεξάνδρεια. Η παλαιοχριστιανική αυτή μουσική συνειδητοποίησε την αυτοτέλειά της βαθμιαία, έως τον 4ο ή και τον 5ο αι., ξεκινώντας από ένα παλαιότερο υπόστρωμα, όπου συγχωνεύτηκαν ποικίλες επιδράσεις. Ανάμεσα σε αυτές, πολλαπλές ενδείξεις πείθουν για τον πρωταρχικό ρόλο της μουσικής του ελληνιστικού κόσμου, ενώ παράλληλα είναι πιθανόν ισχυρές επίσης επιδράσεις να προήλθαν από την εβραϊκή, τη συριακή (αραμαϊκή) και την αιγυπτιακή μουσική, με μικρότερες ομάδες (Εσσαίοι, γνωστικοί κ.ά.), περιορισμένες μάλλον σε τοπικούς ρόλους. Επιδράσεις από το παλαιότερο αυτό υπόστρωμα, συγχωνευμένες με τοπικά σε κάθε περίπτωση στοιχεία, είναι πιθανό να οδήγησαν στη διαμόρφωση της μουσικής και άλλων ανατολικών χριστιανικών Εκκλησιών (κοπτικής, αιθιοπικής, αρμενικής κλπ.). Για την παλαιοχριστιανική μουσική γενικά, και ειδικότερα τη μουσική της Β.α. περίπου έως τον 5o αι., οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες και στηρίζονται κυρίως σε έμμεσες πληροφορίες. Το μόνο σωζόμενο μουσικό χειρόγραφο, ο πάπυρος της Οξυρρύγχου (3ος αι.), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό: μολονότι είναι γραμμένο σε αρχαία ελληνική μουσική σημειογραφία (που οι φθόγγοι της διαβάζονται με βάση τους πίνακες του Αλύπιου, ενώ άλλα πέντε σημάδια, ρυθμικά και εκφραστικά, είναι επίσης γνωστά) και δεν ανήκει στην επίσημη Εκκλησία, αλλά σε μία αίρεση (πιθανώς αυτή των γνωστικών), μας δείχνει ότι ένα νέο ύφος, που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην κατοπινή γνωστή μας βυζαντινή μουσική παρά στην αρχαία, έχει ήδη γεννηθεί: αντί των αρχαίων συλλαβικών μελωδιών, έχουμε εδώ έντονα μελισματικές μελωδίες και έναν χαρακτήρα εκστατικό, που ταιριάζει με το αντίστοιχο κείμενο. Έχουμε επίσης τη διαδεδομένη σε όλη την ανατολική μουσική (από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τον ισλαμικό κόσμο, τις Ινδίες κλπ.) δομή, με βάση επαναλαμβανόμενα τυπικά μελωδικά σχήματα, που θα συστηματοποιηθούν ακόμα περισσότερο στην κατοπινή κυρίως βυζαντινή μουσική, σε ένα αξιοθαύμαστο στοιχείο μορφολογικής οργάνωσης. Δυστυχώς, μετά τον πάπυρο της Οξυρρύγχου πρέπει να φτάσουμε στον 9ο ή τον 10ο αι. για να ξαναβρούμε αναγνώσιμα χειρόγραφα, που όμως από την εποχή αυτή και πέρα πληθαίνουν συστηματικά και μας παρέχουν μία πλουσιότατη πηγή για τη μελέτη της βυζαντινής μουσικής. Στο μεταξύ, σώζονται αρκετά χειρόγραφα που χρησιμοποιούν την εκφωνητική γραφή, που όμως υποδηλώνει μόνο ενδεικτικά την κίνηση της μελωδίας και επομένως δεν επιτρέπει την αποκατάσταση μιας άγνωστης μελωδίας, αλλά μόνο μία επιβεβαίωση της γενικής μορφής μιας γνωστής από μεταγενέστερες πηγές μελωδίας.
Η σειρά των μεγάλων υμνογράφων της Β.α., που ήταν μαζί ποιητές και συνθέτες της μουσικής των εκκλησιαστικών ύμνων, φαίνεται πως αρχίζει ήδη από τον 3o αι. με τον επίσκοπο Μεθόδιο (;-312). Μια πρώτη ωριμότητα κατακτάται τον 4o και 5o αι. (Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Άνθιμος, Αυξέντιος) και οδηγεί στην πρώτη μεγάλη κορύφωση (τέλη 5ου – 7ος αι.) με τους δημιουργούς του Κοντακίου Αναστάσιο Κυριακό και –κυρίως– Ρωμανό Μελωδό, του οποίου η μεν ποίηση τοποθετείται δίπλα σε αυτήν των αρχαίων λυρικών σε ύψος και έξαρση, η δε μουσική δεν φαίνεται να υστερεί από το υψηλότατο αυτό επίπεδο. Ακολουθούν οι διδάσκαλοι του Κανόνος: ο Ανδρέας ο Κρήτης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς Ιεροσολυμίτης (7ος, 8ος αι., περίπου την περίοδο της εικονομαχίας). Τον 9ο αι. η μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης γίνεται το επίκεντρο της υμνογραφίας: Θεόδωρος Στουδίτης, Ιωσήφ Στουδίτης και Θεοφάνης Στουδίτης. Φτάνουμε έτσι σε μία δεύτερη κορύφωση: περισσότερο από το ένα τρίτο των ονομάτων υμνογράφων των έντεκα αιώνων της Β.α. που σώθηκαν ανήκουν στον 9o αι. Η περίοδος αυτή συνεχίζεται τον 10o και 11ο αι., αλλά με τον Ιωάννη Μαυρόποδα (;-1060), τον επονομαζόμενο τελευταίο των Ελλήνων Πατέρων, κλείνει η περίοδος της υμνογραφίας. Έχουν συγκεντρωθεί πλέον τόσο πολλοί ύμνοι, ώστε η Εκκλησία αποφασίζει να απαγορεύσει τη σύνθεση νέων ύμνων από την εποχή αυτή και ύστερα.
Αργότερα, η δράση των υμνωδών περιορίζεται σε παραλλαγές, επεξεργασίες, εμπλουτισμούς μελισματικούς κλπ. σε υφιστάμενους ύμνους, που οδηγούν σε χαρακτηριστικό ύφος των μελουργών του 13ου και 14ου αι., οι οποίοι καμιά φορά συνθέτουν, σε περιορισμένη κλίμακα, και μερικούς νέους ύμνους. Όταν διδάσκουν μουσική, αποκαλούνται μαΐστορες (Ιωάννης Γλυκύς, Μανουήλ Χρυσάφης, Ιωάννης Κουκουζέλης). Οι τελευταίοι σημαντικοί υμνογράφοι πριν από την Άλωση είναι οι Ιωάσαφ Κουκουζέλης, Μάρκος ο Μοναχός και Ξένος Κορώνης.
Οι κύριες μορφές των εκκλησιαστικών ύμνων υπήρξαν αρχικά τα σύντομα τροπάρια, που αργότερα (5ος αι.) έγιναν μακρύτερα και με μουσική πιο πολύπλοκη και πλούσια από αυτήν των μεταγενέστερων μακρύτερων μορφών. Ανάμεσα σε αυτές, το κοντάκιο περιλαμβάνει 18-30 στροφές (που ονομάζονται η καθεμιά τους τροπάριον και περιέχουν 3-13 στίχους). Ένα μουσικό υπόδειγμα κοινό για όλες τις στροφές αποτελεί ο Ειρμός. Το κοντάκιο εισάγεται από ένα σύντομο τροπάριο, το προοίμιο, ενώ κάθε στροφή τελειώνει με το εφύμνιο, που ψάλλεται από τη χορωδία, ενώ το υπόλοιπο κοντάκιο ψάλλεται από έναν σολίστα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η δεύτερη μεγάλη μορφή των ύμνων, ο κανών, περιλαμβάνει 9 ωδές, που η καθεμιά τους περιέχει 3-9 τροπάρια. Έτσι, η κάθε ωδή μοιάζει με ένα σύντομο κοντάκιο. Η μουσική των Κανόνων είναι πιο ποικίλη και μελισματική (δηλαδή με πολλούς φθόγγους επάνω στην ίδια συλλαβή).
Η βυζαντινή μουσική είναι φυσικά μονοφωνική. Κάθε είδους πολυφωνία ή αρμονία, κατά τα δυτικά πρότυπα, είναι τελείως ξένη προς τη βυζαντινή παράδοση. Βασίζεται σε ένα σύστημα 8 τρόπων, 4 κυρίων και 4 πλαγίων, που αποτελούν την Οκτώηχο. Οι οκτώ αυτοί βασικοί τρόποι επιδέχονται, όπως απέδειξε ο Σ. Καράς, μεγάλη ποικιλία παραλλαγών, χροιών κλπ., που βασίζονται σε λεπτές διαστηματικές διακρίσεις και παρέχουν έναν σημαντικό πρόσθετο εκφραστικό πλούτο στη μελωδία. Ανάλογη ποικιλία και πλούτο βρίσκουμε στα ποικίλματα της μελωδίας, στους ρυθμούς, στη μορφολογική οργάνωση με βάση τα επαναλαμβανόμενα τυπικά μελωδικά σχήματα και στα υπόλοιπα στοιχεία της βυζαντινής μουσικής.
Η εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, στην οποία αναφέρονται οι παραπάνω παρατηρήσεις, έχει ευτυχώς διασωθεί σε ευρεία κλίμακα σε έναν επιβλητικό αριθμό μουσικών χειρογράφων, που ανάγονται στην περίοδο από τον 9ο ή 10ο αι. και ύστερα (η παλαιότερη εκφωνητική σημειογραφία, όπως αναφέρθηκε, δεν βοηθά στην αποκατάσταση μουσικών κειμένων πριν από τον 9o αι.). Η σχετική σημειογραφία, που υφίσταται από τότε μια συνεχή εξέλιξη προς μεγαλύτερη λεπτομέρεια καταγραφής της μελωδίας, πρωτοδιαβάστηκε περίπου το 1928 από δύο μελετητές της, τους Βελέζ και Τίλγιαρντ οι οποίοι εργάζονταν ανεξάρτητα, και λίγο αργότερα άρχισε η δημοσίευση της μνημειώδους σειράς Monumenta Musicae Byzantinae (αρχικά στην Κοπεγχάγη από τον Χεγκ, μετά στις ΗΠΑ από τον Στρανκ), που εξέδωσε πανομοιότυπα χειρόγραφα, μεταγραφές σε δυτική σημειογραφία, μονογραφίες και λειτουργικά κείμενα, με βάση τις παραπάνω μελέτες. Σύμφωνα με τις απόψεις Ελλήνων μελετητών, και ιδίως του Σ. Καρά, η ερμηνεία των χειρογράφων θα έπρεπε να βασιστεί περισσότερο στη ζωντανή παράδοση και κατά ένα μέρος στη μεταρρύθμιση του Χρύσανθου (των αρχών του 19ου αι.), και λιγότερο στην κατά γράμμα ερμηνεία των παπαδικών εγχειριδίων που αναλύουν για αρχαρίους το σύστημα της βυζαντινής μουσικής· μια τέτοια ερμηνεία οδηγεί σε μια πλουσιότερη και πιο διαφοροποιημένη απόδοση των βυζαντινών μελωδιών, ερμηνεύει τη συνέχεια της μεταβυζαντινής μουσικής και διατηρεί τη σύνδεση με τη ζωντανή παράδοση. Φυσικά η ερμηνεία Βελέζ-Τίλγιαρντ δεν χάνει την αξία της για μια πρώτη συνοπτική εικόνα της βυζαντινής μουσικής στον ευρωπαϊκό χώρο.
Για την κοσμική ή λαϊκή μουσική της Β.α. ελάχιστα μας είναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ότι η Εκκλησία ήταν αντίθετη σε αυτή, γεγονός που πείθει για τη μεγάλη έκταση και σημασία της. Αντίθετα από την αποκλειστικά φωνητική εκκλησιαστική μουσική, χρησιμοποιούσε πολλά όργανα. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκουμε και το εκκλησιαστικό όργανο (διάδοχο του ελληνιστικού υδραύλου), που από το Βυζάντιο πέρασε στη Δύση ως δώρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που το χρησιμοποιούσαν στο Παλάτιον, ιδίως για τις ευφημήσεις και τα πολυχρόνια, στους δυτικούς συναδέλφους τους. Καταγραφή λαϊκής μουσικής υπάρχει μόνο σε ένα χειρόγραφο της Μονής Iβήρων, του 17ου αι., που διαβάστηκε πρόσφατα, ενώ ευφημήσεις και πολυχρόνια έχουν επίσης σωθεί ανάμεσα σε λειτουργικά κείμενα.
Νεότερες έρευνες πείθουν πως η μεταβυζαντινή μουσική (μετά την Άλωση) συνέχισε την καθαρά βυζαντινή παράδοση με μια ομαλή εξέλιξη. Μια κωδικοποίηση του συστήματος και της σημειογραφίας του επιχείρησε το 1821 ο Χρύσανθος εκ Μαδύτου και πάνω σε αυτή βασίζεται η μεταγενέστερη σημειογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι έρευνες της βυζαντινής μουσικής στην Ελλάδα (Σ. Καράς, Μ. Δραγούμης, Α. Αγιουτάντη, Μ. Αδάμης) και το εξωτερικό (κύκλος Monumenta Musicae Byzantinae στη Δανία, στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία κ.α., ιταλική σχολή Γκροταφεράτα, γιουγκοσλαβική και ρουμανική σχολή κ.ά.) υπόσχονται να δώσουν μια πληρέστερη εικόνα της μεγάλης αυτής σελίδας της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας, που στέκεται, όπως δείχνουν οι έρευνες αυτές, δίπλα στις μεγαλύτερες εποχές της μουσικής. Μόλις ένα μικρό μέρος του πλήθους των σωζόμενων μουσικών χειρογράφων έχει διαβαστεί και μελετηθεί, ενώ οι άλλες πηγές (εικονογραφία, κείμενα περί μουσικής, μαρτυρίες δυτικών, Αράβων κ.ά., ζωντανή παράδοση, σύγκριση με τη μουσική άλλων ανατολικών και δυτικών χριστιανικών Εκκλησιών καθώς και άλλων ανατολικών μουσικών πολιτισμών κλπ.) είναι ακόμα ανεξερεύνητες. Έτσι, η λεπτομερέστερη εξέταση όλων των προσιτών πηγών υπολογίζεται βάσιμα ότι μπορεί να πλουτίσει τις γνώσεις μας για τη βυζαντινή μουσική σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η γνώση αυτή θα ρίξει φως και στην αναζήτηση για την προέλευση της δημοτικής μας μουσικής (μελωδική, ρυθμοί, όργανα κ.ά.), που πιστεύεται γενικά ότι προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη βυζαντινή μουσική. Η ίδια η βυζαντινή καθώς και η μεταβυζαντινή μουσική, με τον πλούτο των σωζόμενων πηγών τους, είναι βέβαιο ότι θα προβάλουν στο προσεχές μέλλον σε πολύ επιβλητικότερη συνολική μορφή από ό,τι υποψιαζόμαστε, σε ένα επίτευγμα ανάλογου μεγαλείου με την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική ή τις άλλες γνωστές μεγάλες κατακτήσειςτου βυζαντινού πολιτισμού. Εκτός από τη μελέτη της μεγάλης αυτής κληρονομιάς, επιβάλλεται φυσικά και η έμπρακτη εκμάθηση και αποκατάστασή της, ώστε, με την κατάργηση των απαράδεκτων τετραφωνιών και άλλων ασυμβιβάστων με το πνεύμα της βυζαντινής μουσικής δυτικών επιδράσεων, να ξανακουστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία σε ιστορικά γνήσια μορφή η επιβλητική αυτή μουσική παράδοση.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου που ξεκίνησε με την αναγνώριση της χριστιανικής ως επίσημης θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο (περ. 313) και έκλεισε με την αραβική κατάκτηση των νότιων επαρχιών της Β.α. και την απώλεια της ελευθερίας των θαλασσινών δρόμων (περ. 630), μας είναι γνωστή από πολλά μνημεία που διατηρούνται ακόμα, γνήσια ή παραποιημένα, και από πολύ περισσότερα ερείπια που ήρθαν στο φως, κυρίως με ανασκαφές στις τελευταίες δεκαετίες. Την εποχή αυτή συνεχίστηκε και προεκτάθηκε η τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, του οποίου οι μνημειακές μορφές χρησιμοποιούνταν πλέον για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας επίσημης θρησκείας. Αυτές σχετίζονταν τόσο με την ιδεολογική της επιβολή, την οποία εξυπηρετούσε η μεγαλοπρέπεια των κτιρίων και η λαμπρότητα των υλικών, όσο και με την πρακτική προσαρμογή των κτιρίων στη νέα λατρεία. Τότε καθορίστηκαν, σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις, οι κυριότεροι τύποι εκκλησιαστικών κτιρίων ανάλογα με τον προορισμό τους (ναοί, μαρτύρια, βαπτιστήρια κλπ.) και καταστρώθηκε η συγκρότηση του χριστιανικού ναού, η λειτουργία κάθε τμήματός του, δημιουργήθηκαν νέα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το εγκάρσιο κλίτος στις βασιλικές, ο τρούλος σε ποικίλους συνδυασμούς κλπ., που αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία ολόκληρης της μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια και η ακτινοβολία της ξεπερνά τα χρονικά της όρια. Όλες οι σχολές της χριστιανικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική και σχεδόν για όλες τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών θα βρούμε τα μακρινά πρότυπα σε αυτή. Αλλά στην τεράστια εδαφική έκταση που κατείχε η Β.α. περιλαμβάνονταν ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Έφεσος, καθώς και η Ρώμη και η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, η οποία εμπλουτιζόταν συνεχώς με νέα κτίσματα, αυτοκρατορικά και εκκλησιαστικά, και έγινε έτσι το νέο και σπουδαιότερο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας και από το οποίο εκπορεύονταν τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς τις εσχατιές της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση.
Ο τύπος ναού που κυριάρχησε στις μεγαλύτερες εκκλησίες έως τον 6o αι. ήταν η βασιλική, που προερχόταν από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και έπειτα ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Παρά το γεγονός αυτό, τα κύρια χαρακτηριστικά της τη διαφοροποίησαν από νωρίς σε σχέση με τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη, μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες, σε τρία ή πέντε κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη, συνήθως εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονον και ο επισκοπικός θρόνος. Αρκετά νωρίς (4ος αι.) δημιουργήθηκε μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που μπορούσε και να εξέχει στα πλάγια, το οποίο συνδεόταν με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο. Η Αγία Τράπεζα στις βασιλικές αυτές συχνά βρισκόταν στο σημείο της διασταύρωσης των αξόνων των κλιτών (Άγιος Δημήτριος). Το ιερό διαχωριζόταν από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολόνες και θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο και φωτεινότερο τμήμα, με πολυτελέστερη διακόσμηση οροφής και δαπέδου, όπου βρισκόταν και ο άμβωνας, προοριζόταν μόνο για τους επισήμους και τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη, που χωρίζονταν από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονταν για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους και η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, το αίθριο, με τη φιάλη, προοριζόταν για όλους.
Τον 4ο και 5ο αι. ήταν μεγάλη η ποικιλία των παραλλαγών στον τύπο αυτό. Το εγκάρσιο κλίτος συχνά δεν υπήρχε, αλλά και όταν υπήρχε άλλοτε ήταν απλό και άλλοτε περιβαλλόταν, κατά ένα μέρος ή ολόκληρο, από εσωτερική κιονοστοιχία. Καμιά φορά κατέληγε, ιδίως τον 6o αι., σε πλάγιες αψίδες (Βηθλεέμ, Δωδώνη, Κλαψί). Η μεγάλη αψίδα μπορεί να ήταν ημικυκλική ή τρίπλευρη, μπορεί και να μην εξείχε του ορθογωνίου ή να περιβαλλόταν ακόμα από ambulatorium. Επίσης, σε πρωταρχικής σημασίας κτίρια (βασιλική-μαρτύριο) συνδεόταν με μεγάλα περίκεντρα κτίρια (μαυσωλεία) ή γινόταν διπλή βασιλική (της Παναγίας στην Έφεσο, μητρόπολη στα Γέρασα) ή έπαιρνε τη μορφή σταυρικής βασιλικής με τον τάφο-μαρτύριο στην κεντρική διασταύρωση των αξόνων των τεσσάρων κλιτών, που είχαν όλα εσωτερικό περιστύλιο, όπως οι Άγιοι Απόστολοι Κωνσταντινούπολης, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος της Εφέσου (εκκλησίες του 4ου αι.), ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης στη Συρία (5ος αι.). Αυτό τον τύπο, κάπως απλουστευμένο, βρίσκουμε και στην Καταπολιανή της Πάρου. Όλες αυτές οι εκκλησίες είχαν ξύλινη στέγη. Όταν όμως τον 6ο αι. ξαναχτίστηκαν, σε μεγαλύτερο μέγεθος αλλά διατηρώντας την ίδια διάρθρωση, στεγάστηκαν με τρούλους.
Ο χώρος της βασιλικής, που ήταν κτίριο με ορισμένη κατεύθυνση, κυριαρχήθηκε από τον οριζόντιο άξονα, τονισμένο από τη ρυθμική πορεία των κιονοστοιχιών που οδηγούσε στη μεγαλειώδη κοιλότητα της αψίδας. Το μεσαίο κλίτος, ευρύχωρο και άπλετα φωτισμένο, με την υπερυψωμένη οροφή, αποτελούσε σημαντικό στοιχείο ανάτασης, η οποία όμως δεν κυριαρχούσε γιατί και η οροφή κινιόταν οριζόντια. Ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος (πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά, ενίοτε χρυσωμένη οροφή) φανέρωνε την προσπάθεια να δοθεί στον φωτεινό χώρο –με τα πολύτιμα και ψιλοδουλεμένα υλικά που έντυναν τους τοίχους και το δάπεδο, όλα με πολύχρωμες ανταύγειες– η λαμπρότητα που ταίριαζε στη δόξα και τον θρίαμβο, όλα πάντοτε ρυθμισμένα στην κλίμακα πολυτελείας που επέτρεπαν οι τοπικές συνθήκες. Παράλληλα με τις βασιλικές, χρησιμοποιήθηκαν στον 4o και 5o αι. για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα Μαρτύρια, που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονταν από αρχαία μαυσωλεία: περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο, σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική κιονοστοιχία, που έφερε τον τρούλο, όπως η Αγία Κωστάντζα ή ο Άγιος Στέφανος Ροτόντα στη Ρώμη, οκταγωνικά, όπως το μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα ή στην Έσρα (Σόρα) της Συρίας και της Παναγίας στην Παλαιστίνη (Γκαριζίμ). Στους ναούς-μαρτύρια, καθώς και σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού (Έφεσος, Αγίου Μηνά Αιγύπτου κ.ά.), ο τρούλος στηριζόταν σε ένα οκτάγωνο που σχημάτιζαν οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχημάτιζαν επίσης οκτάγωνο και τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφάλιζαν τη μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονες της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και λίγο αργότερα του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα, όπως και άλλοι ναοί που ξέρουμε μόνο από περιγραφές, καθώς πολλοί δεν σώζονται.
Στα περίκεντρα κτίρια κυριάρχησε ο μεγάλος τρούλος που έστεφε έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία –πεσσοί, κολόνες, εξέδρες και τόξα– τόνιζαν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιούργησε μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιέρωσε τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού: η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Τα στοιχεία που τη συνέθεσαν ανήκαν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά συναρμόστηκαν κατά τρόπο νέο, σε μεγαλειώδη σύνθεση, ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων, ολοένα μεγαλύτερους και πλατύτερους. Η ανοδική αυτή κίνηση, που περιέβαλε και συνέπαιρνε τον πιστό, κορυφωνόταν και ολοκληρωνόταν στον τεράστιο τρούλο, που έδινε την εντύπωση ότι μόλις που στηριζόταν πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος· όλα μετουσιώνονταν σε μια πνευματική ενότητα που εκφραζόταν με τη ρυθμική ανάταση του ενιαίου χώρου. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν την ίδια εποχή με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων και τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί τη μοναδικότητά της και της προσδίδει την καίρια σημασία είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, με τέτοια τόλμη και αισθητική αρτιότητα, η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου, λύση που συνταίριαζε την ιδέα της εκκλησίας-εικόνας του κόσμου με τις συναισθηματικές τάσεις για έξαρση και εξάπλωση και με τις αυτοκρατορικές ιδέες για μεγαλείο και επιβολή. Θα έλεγε κανείς ότι κάθε τρουλωτός ναός της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκδηλώνει μια νοσταλγική ανάμνηση της Αγίας Σοφίας.
Η γοητεία της τρουλωτής οροφής οδήγησε σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Από παλιά υπήρχε η ανάγκη, ίσως για λόγους λειτουργικούς, να εξαρθεί ο χώρος μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε να δημιουργηθούν μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκης ή το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλασίντια στη Ραβένα (5ος-6ος αι.). Παλαιότερα πολύ σπάνια υπήρχαν παραδείγματα βασιλικής με χτιστό τρούλο (Μεριαμλίκ), αλλά στον 6o αι. θα τα συναντήσουμε συχνότερα· π.χ. ο Άγιος Πολύευκτος (524-527) και η πρώτη Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, η βασιλική Β’ στους Φιλίππους, το Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας, ο Άγιος Τίτος στη Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο και, τέλος, το Κασρίμπν-Βαρντάν στη Συρία (564). Στα κτίρια αυτά φανερώθηκαν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δόμησης που δεν ήταν προορισμένο γι’ αυτό τον σκοπό. Κατά γενικό τρόπο, ο βασικός χαρακτήρας της βασιλικής, ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση, χάθηκε.
Μετά τον 6ο αι. η βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν ξαναγνώρισε, για λόγους ιστορικούς, ούτε αυτή τη μεγαλοφροσύνη που διέκρινε την παλαιοχριστιανική εποχή ούτε τη μεγάλη ποικιλία των τύπων και των λύσεων των κτιρίων. Η μεταστροφή της λαϊκής ευλάβειας από τα λείψανα, που είχε δημιουργήσει παλαιότερα τα μαρτύρια και τις μεγάλες εκκλησίες προσκυνημάτων, προς τη λατρεία των εικόνων, καθώς και η εξέλιξη της λειτουργίας, όλα συνετέλεσαν στη μετάβαση προς νέους τύπους ναών, πολύ πιο περιορισμένων όμως στο μέγεθος και λιγότερο εντυπωσιακών.
Νέος ήταν ο σταυροειδής τύπος με τρούλο, ο οποίος διαμορφώθηκε αργά, με κάποια απειρία στην αρχή, αλλά είχε ευρύτερη διάδοση. Στην πρώτη του μορφή παρουσίασε στην κάτοψη σχήμα σταυρού εγγεγραμμένου σε ένα τετράγωνο που το αποτελούσαν το ιερό βήμα και τριπλός νάρθηκας ή περίδρομος (Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης). Ίσως ο νέος αυτός τύπος αποτέλεσε εξέλιξη των μικρών σταυροειδών ναών τύπου Οσίου Δαβίδ Θεσσαλονίκης, όπως αφήνουν να υποτεθεί ορισμένες εκκλησίες, το Ατίκ-Μουσταφά Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη (ναός Πέτρου και Παύλου, 9ου αι.), αλλά πιθανότερο είναι να αποτέλεσε απλουστευμένη μορφή της Αγίας Σοφίας, όπως ο ναός της Κοίμησης στη Νίκαια, η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Ανδρέας της Κρίσης (Χότζα-Μουσταφά Τζαμί, 8ου αι.) κ.ά. Στον ίδιο τύπο κατέληξαν και παλαιοχριστιανικής εποχής βασιλικές που διασκευάστηκαν την εποχή εκείνη, όπως η Αγία Ειρήνη Κωνσταντινούπολης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για νέα δημιουργία της εποχής, όπου παλαιότερες αλλά οικείες μορφές και τύποι αλληλοεπηρεάστηκαν και κατέληξαν περίπου στο ίδιο αποτέλεσμα. Οι τέσσερις όμως εν τετραγώνω πεσσοί που στήριζαν τα τέσσερα μεγάλα τόξα ήταν ακόμα πολύ ογκώδεις, αλλά έτειναν να διαλυθούν, ώστε να σχηματιστούν μικρά γωνιαία διαμερίσματα (π.χ. ο ναός του Ακαταλήπτου, 9ος αι.). Εμφανής ήταν η τάση για διατήρηση της ενότητας του μεγάλου τρουλοσκέπαστου κεντρικού χώρου, γι’ αυτό η επικοινωνία με τους πλάγιους περιδρόμους, απ’ όπου οι περισσότεροι πιστοί παρακολουθούσαν τη λειτουργία, γινόταν συνήθως από τριβήλους, ενώ δεν υπήρχε επικοινωνία με τα μικρά γωνιαία διαμερίσματα. Εκτός από τις άλλες αρετές αυτής της λύσης, την επικράτηση και την εξέλιξη του τύπου του σταυροειδούς με τρούλο εξασφάλιζαν η συμβολική σημασία του σταυρικού σχήματος καθώς και του τρούλου, εικόνας του ουρανού. Ο ναός-μικρόκοσμος έβρισκε την τέλεια μορφή του.
Το τέλος της εικονομαχίας (843) και η άνοδος της Μακεδονικής δυναστείας (867) σημείωσαν την απαρχή μιας εποχής νέας ακμής της Β.α., τόσο στην κρατική πολιτική όσο και στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί έφτασαν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως λόγος για τη Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολούσε ο βυζαντινός πολιτισμός μέχρι τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική και κυρίως η ζωγραφική βρίσκονταν σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παρέμενε η διδασκάλισσα, όπως τονίστηκε (Ο. Ντέμους), σε Ανατολή και Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται, σύμφωνα με ένα γενικό πνεύμα επιστροφής σε παλαιότερα πρότυπα, μια ανανέωση του τύπου της σχετικής μεγάλης βασιλικής, όπως τον βλέπουμε στον μητροπολιτικό ναό στην Καλαμπάκα, στον Άγιο Αχίλλειο της Πρέσπας και σε μια σειρά από άλλες μεγάλες εκκλησίες. Όμως, ο σταυροειδής με τρούλο επικράτησε και εξελισσόταν διαρκώς, ώστε οι τέσσερις κομψές κολόνες (τετρακιόνιος) και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν τόσο, ώστε κάποτε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα και έτσι ο ναός να έχει συχνά πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων Αποστόλων. Τον ίδιο ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο και ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας. Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός (907) στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός (Φεναρί Ισά) και πολλοί άλλοι.
Η τελειοποίηση στη στατική λύση της στήριξης του τρούλου με ελαφρότερα υποστηρίγματα και η επακόλουθη επιμήκυνση των κεραιών του σταυρού, ώστε να καταργηθεί ο περίδρομος, έκαναν την εξωτερική μορφή του ναού πιο οργανική, καθώς διαγραφόταν πιο καθαρά στη στέγη το σχήμα του σταυρού που έφερε τον τρούλο και οι κεραίες του σταυρού εκφράζονταν και στις πλάγιες όψεις. Επίσης, οι αναλογίες έγιναν πιο κομψές και οι επιφάνειες των τοίχων εξέφραζαν μια καθαρά πλαστική αντίληψη με κόγχες, ημικόγχες και βαθμιδωτά γείσα. Στη νοτιότερη Ελλάδα, όμως, οι επιφάνειες των τοίχων ήταν απλές, επίπεδες, με σχεδόν μοναδικό στόλισμα την άψογη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία και μερικά μοτίβα με πλίνθους, άσχετα από τους τύπους των εκκλησιών: δικιόνιοι, τετρακιόνιοι, τρίκογχοι και τετράκογχοι ή μικρές θολοσκέπαστες βασιλικές, όπως στην Καστοριά. Αρχαϊκότεροι ναοί, αμέσως μετά τα μέσα του 9ου αι., δεν είχαν ούτε αυτή τη χρωματικά διακοσμητική τοιχοποιία, όπως είναι αυτοί του λεγόμενου μεταβατικού τύπου, που ήταν αρκετά διαδεδομένος στα Βαλκάνια τον 9o και 10o αι., π.χ. η Σκριπού και η Επισκοπή στην Ελλάδα, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής στη Μεσημβρία κ.ά. Όλες αυτές οι παραλλαγές και οι δεξιοτεχνίες φανερώνουν μια αξιόλογη μορφή του κτιρίου, που συνεπάγεται τη μείωση της σημασίας του εσωτερικού χώρου και τη βαθμιαία διάσπασή του. Θα έλεγε κανείς ότι από αντίδραση προς την τάση αυτή οι αρχιτέκτονες του 11ου αι. δημιούργησαν ένα νέο σύστημα στήριξης του τρούλου. Πρόκειται για το οκταγωνικό σύστημα, με το οποίο έγινε δυνατό να καλυφθεί ο ναός με τον τρούλο σε όλο του το πλάτος και ο ενιαίος χώρος να απλώνεται μπροστά στα τρία μέρη του ιερού. Οι φορείς του τρούλου απωθήθηκαν στους γύρω τοίχους και έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του χώρου και η μετάβαση από το οκτάγωνο στη χαμηλή κυκλική βάση του τρούλου έγινε με τέσσερα ημιχώνια. Το καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά είναι ασφαλώς το τελειότερο κτίριο μιας σειράς εκκλησιών αυτού του τύπου, που κατά σύμπτωση σώθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά, ενώ η καταγωγή του τύπου πρέπει να είναι από την Κωνσταντινούπολη. Το Δαφνί, μικρότερο στις διαστάσεις, έχει την εξωτερική όψη περισσότερο σύμφωνη με την ελληνική αγάπη στις καθαρές γεωμετρικές φόρμες και στην άψογη τοιχοποιία με πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Η περίπτωση της Νέας Μονής Χίου, αυτοκρατορικού ιδρύματος, είναι κάπως διαφορετική, γιατί αντί για ημιχώνια έχει στους διαγώνιους άξονες κόγχες και αντί για γωνιόμορφους πεσσούς έχει απλώς οκτώ παραστάδες αναλυόμενες σε διπλούς κιονίσκους.
Άσχετα με τον αρχιτεκτονικό τύπο, κοινά γνωρίσματα όλων των ναών της εποχής μεταξύ 9ου και 12ου αι. είναι οι σχετικά μικρές διαστάσεις (παρατηρήθηκε ότι το εμβαδόν το Οσίου Λουκά είναι το 1/3 εκείνου της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, φαινόμενο που δεν εξηγείται πάντοτε με τον περιορισμό των οικονομικών μέσων) και η αρκετά διαδεδομένη τάση για ψηλότερα κτίρια, όπως βλέπουμε π.χ. στην Παναγία Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη, στο Γκιουλ Τζαμί και στο Μπουντρούμ Τζαμί στην Πόλη. Ακόμα, η πολυτέλεια της κατασκευής, που συμβάδιζε με μια εκλεπτυσμένη αίσθηση των υλικών, προσέδιδε στους σχετικά περιορισμένους εσωτερικούς χώρους την όψη πολύτιμων κομψοτεχνημάτων, καθώς τα πολύχρωμα μάρμαρα κάλυπταν το πάτωμα, συχνά με ψιλοδουλεμένα ενθετικά μοτίβα, και επένδυαν τους τοίχους, ενώ τις καμάρες και τους θόλους στόλιζαν λαμπρά ψηφιδωτά και τα παράθυρα ζωγραφιστά υαλοστάσια (ναός Παντοκράτορος). Το τέμπλο όχι μόνο είχε ψιλοδουλεμένα γλυπτά αλλά στολιζόταν, όταν ήταν δυνατόν, με εικόνες από σμάλτο επάνω σε χρυσάφι.
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας (1204) αποτέλεσε αποφασιστική τομή στην πορεία προς την κατάρρευση. Τα ελληνικά κρατίδια που δημιουργήθηκαν αμέσως στην περιφέρεια, με πρωτεύουσες τη Θεσσαλονίκη, την Άρτα, τη Νίκαια, την Τραπεζούντα και, λίγο αργότερα, τον Μιστρά, ανταγωνίζονταν τα φραγκικά κρατίδια που δημιουργήθηκαν στις ελληνικές χώρες και τελικά ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, της αυτοκρατορίας της Νικαίας, ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη (1261) και έτσι η Πόλη ξανάγινε το διοικητικό και κυρίως το πνευματικό κέντρο με τον ηγετικό ρόλο. Η δημιουργία περιφερειακών κέντρων, ελληνικών και μη, προκάλεσε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα (οικοδομική και άλλη) σε πολλά σημεία του βυζαντινού χώρου και της επιρροής του.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης επέφερε μια γενική πνευματική άνθηση και μια τάση επιστροφής και αναβίωσης παλαιότερων μορφών που εκδηλώθηκε στην αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε ξεχασμένους τύπους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβίωσε στην Αγία Σοφία στη Μονεμβασία και στους Αγίους Θεοδώρους στον Μιστρά και κατά ένα μέρος στην Παρηγορίτισσα στην Άρτα. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανήλθε, μόνο που τώρα ήταν χαμηλός: τον βρίσκουμε στην Πόλη, στη Μονή του Λιβός, καθώς και στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης: Άγιοι Απόστολοι, Αγία Αικατερίνη, Άγιος Νικόλαος Ορφανός κ.ά. Και ο κάπως σπάνιος τύπος του Βροντοχίου, της μητρόπολης και της Παντάνασσας στον Μιστρά, καθώς και του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου, συνδυασμένη με σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει έντονα την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινούπολης του 8ου αι. Παράλληλα, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται και όλοι οι καθιερωμένοι τύποι, τόσο οι δικιόνιοι και τετρακιόνιοι, σταυροειδείς, όσο και οι βασιλικές, οι απλοί θολοσκέπαστοι μονόχωροι, καθώς και οι διώροφοι νεκρικοί ναοί. Ενδεικτική της αδυναμίας της εποχής για νέα μεγάλα έργα ήταν η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα προσκτίσματα. Το παράδειγμα έδωσε η πρωτεύουσα, όπου προσκτίστηκαν παρεκκλήσια προορισμένα για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών, στην Παμμακάριστο κ.α. Προσκτίστηκαν επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες και εξωνάρθηκες, όπως στο Καχριέ, στο Κιλισέ, στην Πόρτα Παναγιά Θεσσαλίας κ.α. Άσχετα με τους τύπους, την εξωτερική μορφή των αρχιτεκτονημάτων της εποχής χαρακτήριζε μια εκζήτηση αντιθέσεων, ποικιλία στις σχέσεις επιπέδων στις προσόψεις και στις στέγες, μια γενική τάση προς ραδινότερες αναλογίες και κομψότερη σιλουέτα, καθώς και προς τη χρωματική ποικιλία στη διακόσμηση των προσόψεων. Τους τρόπους αυτούς λίγο έως πολύ ακολούθησαν οι μεγαλύτερες εκκλησίες στις επαρχίες και στα γειτονικά κράτη, με ποικιλία στον τρόπο εφαρμογής τους. Η πρωτεύουσα όμως πάντα υπερείχε στο μέτρο και την κομψότητα. Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά έγιναν σπανιότεροι και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. σταμάτησαν. Παντού κυριάρχησε η ευτελέστερη τοιχογραφία. Οι εσωτερικοί χώροι, καθώς περιορίζονταν στις διαστάσεις και είχαν την τάση να είναι διασπαρμένοι και άνισα φωτισμένοι, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα θερμής οικειότητας κατάλληλης για θρησκευτική περισυλλογή, μυστικιστικό δέος και ατομική προσευχή.
Στην επόμενη εποχή, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και έως τον 19ο αι., σημαντικά κτίρια θρησκευτικά και δημόσια ανεγέρθηκαν προπάντων στα μοναστήρια, στο Άγιον Όρος, στα Μετέωρα κ.α., σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις τεχνικές, τις φόρμουλες, αλλά και τις βασικές αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν θα αναγνωρίσει κανείς στα έργα αυτά, που είναι συχνά επιβλητικά στην εμφάνιση και άρτια στην τεχνική εκτέλεση, νέες δημιουργίες, αλλά δεν παύουν γι’ αυτό να είναι έργα αξιόλογα μιας καλλιτεχνικής παράδοσης που κυριάρχησε για πολλούς αιώνες σε όλη τη χριστιανική Ανατολή.
Ζωγραφική
Παλαιοχριστιανική περίοδος (330-630). Σπάνια είναι τα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο αυτή, κυρίως σε τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο όλες τις εποχές, σώζονται ευτυχώς ακόμα σημαντικές ψηφιδωτές διακοσμήσεις (Άγιος Γεώργιος, Όσιος Δαβίδ, Άγιος Δημήτριος, Αχειροποίητος), όπως επίσης στη Νικόπολη της Ηπείρου και στην Κύπρο, που μπορούν να δώσουν μια εικόνα για τα εικονογραφικά θέματα που στόλιζαν το εσωτερικό των μεγάλων μνημείων της Κωνσταντινούπολης και της Παλαιστίνης. Οι διακοσμήσεις που διασώθηκαν στην Ιταλία, στη Ρώμη (Σάντα Μαρία Ματζόρε), στη Νάπολη, στο Μιλάνο και κυρίως στη Ραβένα (Μαυσωλείο της Γκάλα Πλασίντια), ανήκουν στην ίδια τέχνη και ορισμένοι ιταλιανισμοί οφείλονται στα τοπικά εργαστήρια. Στα μνημεία αυτά, που αντανακλούν λίγο-πολύ την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε μια καθολική τάση προς την υπερβατική αναπαράσταση, που καθορίζεται από την προοδευτική αφαίρεση στον χώρο, την κάπως ανόργανη διάρθρωση των μορφών και από τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια. Υπάρχει όμως ακόμα ισχυρή παρουσία του πνεύματος της κλασικής αρχαιότητας, που ομορφαίνει τις σκηνές, με αρμονία και ευγένεια, με το ειδυλλιακό τοπίο και με τη δύναμη του πορτρέτου. Παρά το γεγονός αυτό, η έκφραση κάποιας μεγαλοπρέπειας φανερώνει μια αλλαγή στην πνευματική υπόσταση των μορφών αυτών, η οποία όμως συντελείται βαθμιαία. Λιγότερα ακόμα από τα ψηφιδωτά είναι τα δείγματα των τοιχογραφιών, κυρίως σε τάφους, καθώς και φορητών εικόνων που έχουν διασωθεί από αυτή την περίοδο, ενώ τα ιστορημένα χειρόγραφα είναι σπάνια και αποσπασματικά.
Ο 6ος αι. χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική δραστηριότητα του μεγαλεπήβολου Ιουστινιανού. Η Αγία Σοφία, όμως, στερείται από έμψυχες εικόνες στη διακόσμησή της, που συνίσταται μόνο από έναν μεγάλο σταυρό στον τρούλο και καθαρά διακοσμητικά θέματα απλωμένα στις υπόλοιπες επιφάνειες του κτιρίου. Ο ίδιος τύπος ανεικονικής διακόσμησης είχε εφαρμοστεί και στον σύγχρονο ναό των Αγίων Αποστόλων, που αργότερα, ίσως από τον Ιουστίνο Β’ (565-578), διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά, με θέματα παρμένα από τα Ευαγγέλια. Αυτή η αυτοκρατορική προτίμηση στην ανεικονική διακόσμηση δεν θα πρέπει να οφείλεται μόνο σε θεολογικό δογματισμό, και πάντως είχε επίδραση στη μνημειακή ζωγραφική. Τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί από την εποχή αυτή είναι λίγο-πολύ αντικλασικά σε σύλληψη, όπως π.χ. τα ψηφιδωτά της Κύπρου (Παναγία Αγγελόκτιστος και Κανακαριά) και εκείνα της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, τα οποία εμφανίζουν άμεση συγγένεια με τα ψηφιδωτά του Παρέντσο και της Ραβένα. Η Ραβένα, πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τον 5ο αι. και έδρα του βυζαντινού εξαρχάτου κατά τον 6ο αι., είχε πλούσιο στολισμό με εκκλησίες και παλάτια. Τα περισσότερα από αυτά, όπως ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, ο Άγιος Απολλινάριος ιν Κλάσε και ο Άγιος Βιτάλιος, έχουν διασωθεί με τις ψηφιδωτές διακοσμήσεις τους, που συνδέονται με τις αντίστοιχες της χριστιανικής Ανατολής, με βάση ορισμένες θεμελιώδεις κοινές καλλιτεχνικές αντιλήψεις: χρυσό βάθος σε αντικατάσταση του έναστρου ουρανού ή του γραφικού τοπίου, κυριαρχική θέση της ανθρώπινης μορφής στη σύνθεση σε στάση μετωπική ή τυπικά εκφραστική, υποταγμένη στους νόμους της ρυθμικής σύνθεσης, και προοδευτική εξαφάνιση της έννοιας του χώρου. Αυτές οι γενικές αρχές υιοθετήθηκαν στο εξής από τη μνημειακή βυζαντινή ζωγραφική ασχέτως γεωγραφικού χώρου και τοπικών παραδόσεων.
Οι περίφημες παραστάσεις του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας με την ακολουθία τους στον Άγιο Βιτάλιο, που προέρχονται ίσως κατευθείαν από τα αυτοκρατορικά εργαστήρια, καθώς και τα ψηφιδωτά του τέλους του 6ου και του 7ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης καθιερώνουν αυτές τις αισθητικές αρχές. Σε όλες αυτές τις παραστάσεις εντύπωση προκαλεί η ακρίβεια και η δύναμη των πορτρέτων, που έχουν όμως αποκτήσει τον υπερβατικό χαρακτήρα της εικόνας. Δεν λείπουν όμως και οι αναβιώσεις αρχαίων μοτίβων, όπως δείχνουν τα εξαίρετα ψηφιδωτά δάπεδα του Μεγάλου Παλατίου. Η λατρεία των εικόνων, που διαδέχτηκε τη λατρεία των λειψάνων, αύξησε την παραγωγή και τη διάδοση των εικόνων, των οποίων η τέχνη αυτή την εποχή ήταν ακόμα στενά δεμένη με τις παραδόσεις της κλασικής προσωπογραφίας. Δυστυχώς, μόνο λίγα δείγματα από αυτές τις εικόνες έχουν διασωθεί και από αυτά, τα καλύτερα και τα περισσότερα προέρχονται από τη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Εικονίζουν τον Χριστό, την Παναγία μεταξύ αγίων και αγγέλων, τον άγιο Πέτρο, τον Πρόδρομο κ.ά. και δείχνουν την υψηλή ποιότητα της ζωγραφικής πινάκων που σημειώθηκε εκείνη την εποχή.
Τοιχογραφίες από αυτή την περίοδο είναι σπάνιες. Τα λείψανα στα ερείπια της Περούχτιτσα (Θράκη) είναι πολύ λίγα και οι τοιχογραφίες από τα παρεκκλήσια της Σάκαρα και του Μπαουίτ της Αιγύπτου είναι πολύ επαρχιακές σε έμπνευση, ενώ οι λίγες διακοσμήσεις τάφων στη Θεσσαλονίκη κ.α. είναι αρκετά απλοϊκές. Πιο αξιοπρόσεκτες είναι οι τοιχογραφίες της Σάντα Μαρία Αντίκουα στη Ρώμη. Αφιερωματικά διάχωρα, που έχουν εκτελεστεί σταδιακά και χωρίς σαφές πρόγραμμα, αποτελούν συλλογή από λαμπρά δείγματα καλής βυζαντινής ζωγραφικής μεταξύ 5ου και 8ου αι. Εμφανίζουν διάφορες τάσεις, ανάμεσα στις οποίες ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι εκείνη που δείχνει σημάδια επιστροφής στις κλασικές παραδόσεις.
Τα ιστορημένα χειρόγραφα είναι μάλλον σπάνια. Ο Διοσκορίδης της Βιέννης από την Κωνσταντινούπολη περιέχει κοσμικό κείμενο. Οι μικρογραφίες που εικονογραφούν τη Γένεσητης Βιέννης και τους κώδικες του Ροσάνο και της Σινώπης (Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού) δεν έχουν ενότητα και γι’ αυτό αποδίδονται σε τρία μεγάλα διαφορετικά καλλιτεχνικά κέντρα αντίστοιχα: Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια ή Ιερουσαλήμ και Αλεξάνδρεια. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το Ευαγγέλιο του Ραμπουλά (586) με κείμενο συριακό, αλλά και αξιοθαύμαστα ζωντανές μικρογραφίες. Όλα αυτά φανερώνουν μια σαφή τάση για τη βαθμιαία διαμόρφωση ενός βυζαντινού ύφους.
Πρώιμη βυζαντινή περίοδος (630-843). Η προεικονομαχική περίοδος (630-725), που χαρακτηρίζεται από την οριστική απώλεια της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας, είναι φτωχή σε έργα τέχνης. Μόνα αξιοσημείωτα λείψανα μένουν τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων στην Παλαιστίνη και τα ψηφιδωτά του ναού της Γέννησης στη Βηθλεέμ με τις συμβολικές παραστάσεις των Συνόδων. Ακόμα, ιδιαίτερα διδακτικές είναι οι διακοσμήσεις στα ανάκτορα και τα τεμένη των Ομεϊάδων χαλίφιδων (Τέμενος Ομάρ στην Ιερουσαλήμ και Μεγάλο Τέμενος Δαμασκού) στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αι., που εκτελέστηκαν από Έλληνες ή Σύριους τεχνίτες εκπαιδευμένους κατά τη βυζαντινή παράδοση. Τα θέματα είναι καθαρά διακοσμητικά: τοπία χωρίς καμιά ανθρώπινη ή άλλη έμψυχη μορφή, φυτικά κοσμήματα.
Ακολουθεί η περίοδος της εικονομαχίας (725-843). Η τεράστια πολιτική σημασία που δόθηκε στη διαμάχη γύρω από τη λατρεία των εικόνων δείχνει τη σοβαρότητα του ρόλου που έπαιζε η θρησκευτική ζωγραφική στην πνευματική ζωή της Β.α. Αντίδραση στην παράσταση θείων και ιερών προσώπων υπήρχε και είχε βρει έκφραση από πολύ παλιά (Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης), όμως τότε έλαβε τη μορφή ενός γενικού και αυστηρού νόμου, που εκδόθηκε από τον Λέοντα Γ’ το 726, ο οποίος προκάλεσε μακρά και αιματηρή διαμάχη, που κράτησε, με μια μικρή διακοπή, έως το 843.
Σε αυτή την ταραγμένη περίοδο μεγάλος αριθμός έργων ζωγραφικής καταστράφηκε, ενώ τα νέα εικονογραφικά θέματα για τη διακόσμηση ναών περιορίστηκαν στην παράσταση σταυρών, λουλουδιών και ζώων. Από αυτά λίγα δείγματα σώθηκαν, γιατί και οι διακοσμήσεις αυτές καταστράφηκαν με τη σειρά τους από τους νικητές εικονολάτρες. Από τη ζωγραφική της περιόδου αυτής μένουν τμήματα από την ψηφιδωτή διακόσμηση της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη και της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη. Ακόμα, λείψανα ανεικονικών διακοσμήσεων, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην Επισκοπή Ευρυτανίας, σε ναούς της Νάξου και της νότιας Πελοποννήσου, δείχνουν ότι οι ριζοσπαστικές ιδέες των εικονομάχων βασιλιάδων είχαν φτάσει μέχρι τις πιο απόμερες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Μεσοβυζαντινή περίοδος (843-1204). Η περίοδος που ακολουθεί την εικονομαχία συμπίπτει με την άνοδο της Μακεδονικής δυναστείας και χαρακτηρίζεται από έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα και ποικιλία τεχνοτροπιών. Η παράσταση της Θεοτόκου στην αψίδα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης εμφανίζει ορισμένες συγγένειες με την Παναγία στο ιερό του ναού της Νικαίας, κυρίως στο σχεδόν ιμπρεσιονιστικό πλάσιμο των προσώπων και της πτυχολογίας και στην αναζήτηση του κάλλους στα πρόσωπα. Παράλληλα, η παράσταση του Χριστού ένθρονου, δεχόμενου την προσκύνηση ενός αυτοκράτορα, στο τύμπανο του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας, φαίνεται να σχετίζεται αρκετά στενά με την παράσταση της Ανάληψης στον τρούλο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, ως προς το γραμμικό και άκρως εκφραστικό ύφος που τείνει στην αφαίρεση: φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί κατά κάποιον τρόπο στην επίσημη μνημειακή ζωγραφική από τον 9o αι.
Αντίθετα προς την τεχνοτροπική αυτή ποικιλία, η εικονογραφία που καθορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να διέπεται από αυστηρούς κανόνες, ως προς την εκλογή και διάταξη των θεμάτων: στον τρούλο ο Χριστός Παντοκράτωρ τριγυρισμένος από αγγέλους, στην αψίδα η Θεοτόκος δεόμενη, στις υπόλοιπες επιφάνειες προφήτες, απόστολοι και μάρτυρες. Μια άλλη παράλληλη διάταξη, σπανιότερη ακόμα, παραθέτει σκηνές από τα Ευαγγέλια. Σημασία έχει ότι η θέση που ορίζεται για την παράσταση κάθε μορφής στον ναό συμβολίζει τη θέση της μέσα στην ιεραρχία του σύμπαντος, του οποίου εικόνα αποτελεί η εκκλησία.
Σπάνιες είναι οι τοιχογραφίες που σώθηκαν από αυτή την εποχή. Η σειρά σκηνών που αποκαλύφθηκε στο Καστελσέπριο, κοντά στο Μιλάνο, χρονολογείται από άλλους σε αυτή την περίοδο, που όπως φαίνεται είναι και το πιθανότερο, και από άλλους στον 7o αι. Πάντως, χαρακτηρίζεται από μια απροσχημάτιστη επιστροφή σε συνθέσεις και μορφές της πομπηιανής ζωγραφικής.
Ανάλογη τάση μπορεί να διαπιστωθεί και κατά τη βασιλεία των φωτισμένων αυτοκρατόρων Λέοντα του Σοφού και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου στα αυτοκρατορικά εργαστήρια χειρογράφων με την πιστή αντιγραφή κλασικών προτύπων. Χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι (ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού αρ. 510, το Ψαλτήριο139 και ο Νίκανδρος247) ή το ειλητάριο του Ιησού του Ναυή στο Βατικανό και ακόμα οι μικρογραφίες ορισμένων Ευαγγελίων, όπως του Παρισιού 70, των Αθηνών 56 και 210, του Σταυρονικήτα 43 κ.ά., όταν δεν δείχνουν άμεση χρήση κλασικών τύπων και προτύπων, εμφανίζουν μια έντονη επίδραση από το κλασικό πνεύμα. Μια δεύτερη τεχνοτροπία, που βρίσκουμε μάλιστα να συνυπάρχει με ελληνιστικής έμπνευσης σκηνές, π.χ. στο χειρόγραφο 510 με τις ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, σχετίζεται στενά προς εκείνο που συναντήσαμε και πιο πάνω σε τοιχογραφίες και το οποίο χαρακτηρίζεται από δυσανάλογες και άχαρες μορφές σε άμεσα εκφραστικές στάσεις και κινήσεις. Σε άλλα χειρόγραφα είναι ακόμα πιο γραμμικό το ύφος (Παρίσι 923, Γκάρετ 6). Μια τρίτη, σχετικά μεγάλη κατηγορία χειρογράφων (π.χ. το Ψαλτήριοτου Χλουδόφ της Μόσχας και το Παντοκράτορος61 του 9ου αι.), με παρασελίδιες μικρογραφίες δοσμένες με μεγάλη ελευθερία και συχνά με κάποιο επιθετικό ή σατιρικό πνεύμα, φαίνεται να αντανακλά τις αισθητικές προτιμήσεις κύκλων του ανώτερου κλήρου της πρωτεύουσας.
Ο 11ος αι. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από σημαντική πνευματική άνθηση, επακόλουθη της πολιτικής σταθερότητας και του περιορισμού της αραβικής και της βουλγαρικής απειλής. Από τον μεγάλο αριθμό ψηφιδωτών διακοσμήσεων που θα πρέπει να έγιναν αυτή την εποχή, λίγες διασώθηκαν, και αυτές όχι στην Κωνσταντινούπολη αλλά στην Ελλάδα και στη Ρωσία. Παρά τη γεωγραφική τους θέση, όμως, οι διακοσμήσεις αυτές δεν είναι επαρχιακής έμπνευσης, αλλά απηχούν πιστά τις μεγάλες καλλιτεχνικές συλλήψεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Γι’ αυτό, οι διαφορές τεχνοτροπίας που εμφανίζουν θα πρέπει να αποδοθούν μόνο στην παράλληλη ανάπτυξη ξεχωριστών καλλιτεχνικών ρευμάτων με αντίστοιχη καταγωγή στην Κωνσταντινούπολη και ίσως στη Θεσσαλονίκη.
Το πιο σημαντικό σύνολο ψηφιδωτής διακόσμησης της εποχής είναι του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα, με λίγες σκηνές από τα Ευαγγέλια και πάρα πολλές μορφές αγίων, που αποφεύγουν κάθε ίχνος ελληνιστικών αναμνήσεων. Το τοπίο δίνεται συνοπτικά και στις ισορροπημένες συνθέσεις κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή, άκομψη, με έντονη εκστατική έκφραση στα πρόσωπα. Το σχέδιο είναι ζωηρό και τα καθαρά χρώματα απλώνονται σε μεγάλα επίπεδα. Στον νάρθηκα οι σκηνές από τα Πάθη, σε κάπως διαφορετικό ύφος, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη δραματικότητα στην κίνηση των μορφών, οι οποίες, αν και πλασμένες με έναν πιο πλούσιο και μαλακό τρόπο, διατηρούν την έκφραση ύψιστης θρησκευτικής έντασης. Οι τεχνίτες που εκτελούσαν την ίδια εποχή τα μεγαλοπρεπή ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο θα πρέπει να ανήκαν στην ίδια σχολή, ενώ τα λίγα, κατεστραμμένα σήμερα ψηφιδωτά στον νάρθηκα του ναού της Κοίμησης στη Νίκαια (1045) δείχνουν την παράλληλη ανάπτυξη μιας μνημειακής τεχνοτροπίας που είχε επιτύχει κάποια σύνθεση των δύο παραδόσεων. Αυτή η τεχνοτροπία θα εμφανιστεί σε πλήρη ωριμότητα στη διακόσμηση της Νέας Μονής Χίου (περ. 1050), που θεωρείται ότι έγινε με την αυτοκρατορική προστασία του Κωνσταντίνου του Μονομάχου και όπου ο μνημειακός χαρακτήρας κερδίζει σε ζωντάνια και συγχρόνως σε πνευματικότητα. Την καταγωγή της τεχνοτροπίας από την Πόλη επιβεβαιώνει η σύγκριση με το διάχωρο του Κωνσταντίνου Μονομάχου και της Ζωής στην Αγία Σοφία. Τα τελευταία δείγματα αυτού του ύφους συναντούμε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (1091). Στα τέλη του αιώνα, στο Δαφνί, η ψηφιδωτή διακόσμηση δείχνει μία αναβίωση της ελληνιστικής παράδοσης, που πρόκειται να αποβεί ολοένα πιο σημαντική για τη μνημειακή ζωγραφική. Οι μορφές, εδώ ραδινές και συχνά γεμάτες χάρη, θυμίζουν καμιά φορά τις στάσεις αρχαίων αγαλμάτων, ενώ το τοπίο αποκτά ειδυλλιακό χαρακτήρα και ο αριθμός των ευαγγελικών θεμάτων αυξάνει. Παράλληλα, από αυτή την υψηλής ποιότητας ζωγραφική δεν λείπουν ούτε οι αναμνήσεις της εκφραστικής ζωγραφικής –κολοσσιαία μορφή αυστηρού Παντοκράτορα– ούτε τα δείγματα της ιμπρεσιονιστικής ελευθερίας στην εκτέλεση, πλάι σε μορφές ακαδημαϊκής ψυχρότητας.
Και οι τοιχογραφίες αυτής της εποχής τείνουν προς τον μνημειακό χαρακτήρα. Αν και πάλι δεν σώζεται σχεδόν τίποτα από την Κωνσταντινούπολη, η ύπαρξη μνημείων της σπουδαιότητας και της έκτασης της Αγίας Σοφίας της Αχρίδας, που ιδρύθηκε από μητροπολίτη, απεσταλμένο της Κωνσταντινούπολης, δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την καταγωγή αυτού του μεγαλοπρεπούς ύφους που κυριαρχεί κατά τον 11o αι. Η υψηλής ποιότητας διακόσμηση της Παναγίας των Χαλκέων, όπως και οι λίγες τοιχογραφίες στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, δείχνουν ότι η πόλη αυτή ήταν σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο, που συνδεόταν άμεσα με την πρωτεύουσα.
Στην ίδια κατεύθυνση τοποθετούνται και οι ωραίες τοιχογραφίες στα παρεκκλήσια και στην Κρύπτη του Οσίου Λουκά. Αξιομνημόνευτες ακόμα από την Ελλάδα είναι οι τοιχογραφίες στη Νάξο, στο Κορωπί (Αττική), στον Άγιο Στέφανο στην Καστοριά, στην Επισκοπή Ευρυτανίας, στην Κέρκυρα και αλλού.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται στα σκαλισμένα στον βράχο ναΰδρια της Καππαδοκίας ανήκουν σε ένα τελείως διαφορετικό είδος. Οι περισσότερες του 9ου και του 10ου και λίγες του 11ου αι., ξεκινούν από μία αφελή, λαϊκή τέχνη, πιστή στις προεικονομαχικές παραδόσεις. Μόνο ορισμένες διακοσμήσεις του 11ου αι. (Τοκάλ Κιλισέ β’, Αγία Βαρβάρα στο Σογανλί Κιλιτσλάρ, Καραμπάς και κυρίως στο Έλμαλε) εμφανίζουν άμεση επίδραση της μεγάλης τέχνης από την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχο λαϊκό ρεύμα συναντάται και σε άλλες τοιχογραφίες στη Μικρά Ασία (Λάτμος), στην Πελοπόννησο, στα νησιά (Κρήτη κ.ά.) καθώς και στη νότια Ιταλία.
Η ιστόρηση χειρογράφων αυτή την εποχή δεν ήταν μόνο ιδιαίτερα πλούσια, αλλά είχε φτάσει και σε αξιοσημείωτη τεχνοτροπική ενότητα, ουσιαστικά βυζαντινή, με τον κατά τέλειο τρόπο συνδυασμό και σύνθεση του κλασικού ρεαλισμού με τη χριστιανική πνευματικότητα. Ανάμεσα στα πολυάριθμα ιστορημένα χειρόγραφα ξεχωρίζουν, τυπικά δείγματα της εποχής: το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄ (περ. 1000), το Τετραβάγγελο της Πάρμα 5, το Ψαλτήρι της Βιέννης 336, Παντοκράτορος 49, της Μελβούρνης, οι ομιλίες Γρηγορίου στα Ιεροσόλυμα 14 κ.ά.
Ο 12ος αι. Από αυτή την περίοδο δεν έχουν σωθεί μεγάλες ψηφιδωτές διακοσμήσεις στη βυζαντινή επικράτεια. Ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγία Σοφία, σώζονται μόνο δύο μεγάλα διάχωρα στον νότιο γυναικωνίτη. Το ένα (1118), με την Παναγία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό και την αυτοκράτειρα Ειρήνη και δίπλα τον γιο τους Αλέξιο, εκφράζει τις καλύτερες παραδόσεις της αυλικής τέχνης την εποχή αυτή. Το άλλο διάχωρο, με παράσταση της Δέησης –σε τεράστιες διαστάσεις, που θα μπορούσε να χρονολογηθεί και στον 13o αι.– δείχνει μία θαυμαστή τεχνική τελειότητα. Τα ψηφιδωτά στη μητρόπολη των Σερρών ήταν αξιοσημείωτα για τη ζωντάνια και τη δραματικότητα των μορφών τους (σώζεται ένας Απόστολος). Το γόητρο της πολυτέλειας και της τελειότητας στην εκτέλεση του βυζαντινού ψηφιδωτού συνέβαλε στην εξάπλωσή του και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας. Τα πιο εκτεταμένα σύνολα ψηφιδωτών σώζονται στη Σικελία, αλλά προσαρμοσμένα σε αρχιτεκτονήματα εντελώς ξένα προς τα βυζαντινά. Τα ωραιότερα από αυτά είναι ίσως στην Κεφαλού, εκκλησία ιδρυμένη από τους Νορμανδούς βασιλιάδες, ενώ τα ψηφιδωτά του παρεκκλησίου του Παλέρμο τείνουν προς κάποια ξηρότητα. Στην ίδια πόλη, στον ναό της Μαρτοράνα η διακόσμηση είναι σε καθαρότερο βυζαντινό ύφος. Στον καθεδρικό ναό του Μονρεάλε η εκτεταμένη διακόσμηση, που ίσως να συμπληρώθηκε το 1190, μοιάζει τεχνοτροπικά με τις βυζαντινές τοιχογραφίες του τέλους του αιώνα. Ο σχετικά μεγάλος αριθμός μνημείων, κυρίως του δεύτερου μισού του αιώνα αυτού, αποκαλύπτει τη συνύπαρξη διαφόρων τάσεων. Η εκκλησία στο Νέρεζι της νότιας Σερβίας, που ιδρύθηκε το 1164 από ένα μέλος της οικογένειας των Κομνηνών, σώζει ένα από τα ωραιότερα δείγματα της νέας τέχνης, όπως είχε διαμορφωθεί στην πρωτεύουσα, και ακόμα ένα από τα πρώτα παραδείγματα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική απόπειρας να εκφραστούν απερίφραστα τα συναισθήματα πάθους και αγωνίας.
Από την τεχνοτροπία αυτή, από την οποία δεν λείπει κάποια κομψότητα, πηγάζει μία τεχνοτροπία που μπορούμε να παρακολουθήσουμε σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων: στη Γιουγκοσλαβία (Άγιος Γεώργιος Djurdjevi Stupovi, 1168), στον Άθω (Τράπεζα Βατοπεδίου και Κελλί Ραβδούχου), στη Μακεδονία (Κουμπελίδικη Καστοριάς), στην Πάτμο, στη Ρωσία (Νερέντιτσα, 1199, Άγιος Γεώργιος στην Παλαιά Λαντόγκα και εκκλησίες του Μίροζ και του Αρκάσκι). Στις τοιχογραφίες αυτές φέρεται έως τα άκρα ο γραμμικός χειρισμός των επιφανειών και των φώτων και με την αντίθεση των συχνά συμπληρωματικών χρωμάτων δημιουργείται μία ιδιαίτερα ταραγμένη εκφραστικότητα στα πρόσωπα και στην πτυχολογία. Από την ίδια αυτή ζωγραφική ξεκίνησε και μία άλλη τεχνοτροπία, η οποία κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα χαρακτηρίζει τα καλύτερα έργα της τελευταίας περιόδου της δυναστείας των Κομνηνών: τους Αγίους Αναργύρους και τον Άγιο Νικόλαο του Κασνίτζη Καστοριάς, τις λίγο μεταγενέστερες τοιχογραφίες στο Κουρμπίνοβο (1191) και τις εκκλησίες της Κύπρου: Περαχωριό (1180), Παναγία Αράκου (1192), Εγκλείστρα (1193) και Λαγουδερά (1192).
Οι πανύψηλες κομψές μορφές και η περίτεχνη πτυχολογία σημειώνουν μία ολοένα αυξανόμενη τάση προς έναν καλλιγραφικό μανιερισμό. Εδώ θα πρέπει να μνημονευτεί μία τελείως διαφορετική τάση, που αποκαλύπτεται στις τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου του Βλαδιμίρ στη Ρωσία (1199), όπου με την ακαδημαϊκή απόδοση των μορφών και τις πλατιές φωτεινές επιφάνειες αποδίδεται μία ατμόσφαιρα ομορφιάς και ηρεμίας.
Η φορητή εικόνα εξακολούθησε να επηρεάζεται από τη μεγάλη ζωγραφική, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη χρήση του ψηφιδωτού σε εικόνες μεγάλων διαστάσεων· για παράδειγμα, οι εικόνες του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (Παναγία Οδηγήτρια και Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, του 11ου-12ου αι.), η Παναγία στο Χιλανδάρι και η Παναγία από τη Μονή Σινά. Αλλά και εικόνες ζωγραφισμένες στο ξύλο συχνά ανήκουν στο ίδιο μνημειακό ύφος που χαρακτηρίζει τη μεγάλη ζωγραφική. Τυπικά δείγματα αυτής της τέχνης, οι δίδυμες εικόνες, η μία με την παράσταση της Έγερσης του Λαζάρου (Αθήνα) και η άλλη με τη Μεταμόρφωση (Πετρούπολη Ρωσίας), και οι δύο με χαρακτηριστικό κόκκινο βάθος. Αντίθετα, σε ορισμένες άλλες εικόνες υψηλής ποιότητας ο τρυφερός ψυχισμός των μορφών τονίζεται από μια χειρονομία οικειότητας, από μια αβρότητα στο σχέδιο, από τη βαθιά ανθρωπιά του βλέμματος. Η περίφημη Παναγία του Βλαδιμίρ, που είχε σταλεί στη Ρωσία από την Κωνσταντινούπολη, και ο Άγιος Παντελεήμων της Λαύρας είναι τα καλύτερα δείγματα αυτής της τεχνοτροπίας, που βρίσκει το αντίστοιχό της στη δραματική έκφραση της μνημειακής ζωγραφικής.
Η Μονή Σινά κατέχει έναν μεγάλο αριθμό εκλεκτών εικόνων του 12ου αι. Ξεχωρίζουν σειρές επιστυλίων τέμπλου, με παραστάσεις της Δέησης σε συνδυασμό με σκηνές ευαγγελικές ή βίους αγίων, σε τεχνική συγγενική της μικρογραφίας. Παρόμοια μακρόστενα επιστύλια υπάρχουν και στο Άγιον Όρος.
Μικρογραφίες εξακολουθούσαν να στολίζουν πλούσια τους κώδικες σε περγαμηνή. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από κομψές ολοσέλιδες εικόνες, επιδέξια ζωγραφισμένες σκηνές με προσοχή στις λεπτομέρειες, με διακοσμητικές επικεφαλίδες και σχέδια στο περιθώριο καθώς και πλούσια σε φαντασία και επινοητικότητα αρχικά γράμματα. Χαρακτηριστικά δείγματα: η Οκτάτευχος του Σεραγίου στην Πόλη και τα δύο βιβλία με τις ομιλίες του Ιακώβου της Μονής Κοκκινοβάφου, στο Παρίσι και στο Βατικανό· ακόμα, τα χειρόγραφα του Βατικανού Urb. 2, του Βρετανικού Μουσείου Burney19, της Πάτμου 274 κ.ά., όλα προερχόμενα από την Κωνσταντινούπολη. Κατά το τέλος του αιώνα οι ωραίες μικρογραφίες στο Ψαλτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών (αριθ. 15) αναπαριστούν μορφές με γεμάτη ζωντάνια κίνηση, ενώ το Ευαγγελιστάριο της ίδιας βιβλιοθήκης (αριθ. 2.645) περιέχει επιβλητικές παραστάσεις των ευαγγελιστών, με βάθος τα ερείπια αρχαίου ναού στο επιστύλιο του οποίου έχουν φυτρώσει άγρια φυτά: καθαρός ρομαντισμός επενδεδυμένος με κλασικό ένδυμα.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (1204-1453).Η ζωγραφική στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. δείχνει να αντιδρά στον μανιερισμό του τέλους του 12ου αι. Οι τοιχογραφίες στη Σερβία, στη Στουντένιτσα (1209), στο Μιλέσεβο (1230) και στη Ζίτσα (1229) είναι όλες έργα καλλιτεχνών από την Κωνσταντινούπολη. Οι τοιχογραφίες αυτές, καθώς και της Παναγίας Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη και στις εκκλησίες του Ωρωπού και του Κρανιδίου (1244) στην Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτες για την προτίμησή τους στις ήρεμες μορφές με ρέουσα πτυχολογία, και για την τάση τους να μιμηθούν τα ψηφιδωτά: χρυσό βάθος και κεφάλια-πορτρέτα, καταγόμενα από τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης του 5ου-7ου αι. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, που ακολουθεί την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), η τοιχογραφία αναπτύχθηκε με τάσεις επικού μεγαλείου σε ορισμένες κύριες συνθέσεις, με αξιοσημείωτη ελευθερία στο πλάσιμο των μορφών, χαρακτηριστικά που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνιστική παράδοση. Αποκορύφωμα και ολοκλήρωση των τάσεων μπορεί να θεωρηθεί η ζωγραφική στη Σοπότσανη (περ. 1260).
Συγχρόνως, μεγάλη διάδοση γνώρισε ένα άλλο πιο συντηρητικό ρεύμα, προερχόμενο ίσως από τη Νίκαια, πρόσκαιρη πρωτεύουσα ελληνικού κράτους, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα μνημεία Πετς (1235), Αγία Σοφία Τραπεζούντας (περ. 1260) και Μπογιάνα (1259) στη Βουλγαρία, ενώ σε μεγάλο αριθμό εκκλησιών στην Ελλάδα παρατηρείται οπωσδήποτε μία μεγαλύτερη προσήλωση στις παραδόσεις του 12ου αι. Οι δύο ψηφιδωτές παραστάσεις στις παραστάδες της Πόρτα Παναγιάς στη Θεσσαλία (περ. 1280) τοποθετούνται στην ίδια σειρά μνημείων, ενώ τα σχεδόν σύγχρονα ψηφιδωτά στον τρούλο της Παρηγορήτισσας στην Άρτα (1290), με το επιβλητικό παράστημα των μορφών, την πλατιά ρυθμική πτυχολογία, το τολμηρό πλάσιμο, τη δυνατή αντίθεση των χρωμάτων που θυμίζει Σεζάν, είναι τελείως διαφορετικά στη σύλληψη και σχεδόν μοναδικά στη ζωγραφική των ψηφιδωτών της εποχής. Κατά το τέλος του αιώνα, βρίσκουμε πλάι στην προχωρημένη τέχνη ορισμένων μνημείων, όπως του Γράντατς (περ. 1270), άλλα περισσότερο συντηρητικής έμπνευσης· για παράδειγμα, Άγιος Νικόλαοςτου Μαναστήρ, Αρίλιε, Πρίλεπ κ.ά.
Η φορητή εικόνα διατήρησε το μνημειακό ύφος που τη χαρακτήριζε τον 12o αι. Τα νέα στοιχεία συνίστανται πρώτον στην εμφάνιση ορισμένων δυτικών επιδράσεων, κυρίως σε έργα από την Κύπρο και την Παλαιστίνη, και δεύτερον στην ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων, κυρίως στις παραστάσεις Σταύρωσης (π.χ. αμφιπρόσωπη εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών). Συγχρόνως, η σχέση μεταξύ ζωγραφικής των εικόνων και τοιχογραφίας παρέμεινε στενή (π.χ. Άγιος Ιάκωβος Πάτμου και Άγιος Ματθαίος Αχρίδας). Οι ψηφιδωτές εικόνες τείνουν προς τη μικρογραφία (Μεταμόρφωση Λούβρου, Παντοκράτωρ Γαλατίνας). Κατά τη φραγκική κατοχή δεν φαίνεται να σταμάτησε η καλλιτεχνική παραγωγή, ούτε και στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου προέρχονται μερικά θαυμάσια χειρόγραφα, όπως το Ιβήρων 5, το Αθηνών 118, το Ψαλτήριο του Χάμιλτον 119 και του Βερολίνου Qu. 66, που χαρακτηρίζονται από μία σχεδόν ιμπρεσιονιστική ελευθερία στο πλάσιμο και μία αξιοσημείωτη τολμηρότητα στην κίνηση, αντίθετα προς μία άλλη ομάδα, που προέρχεται ίσως από τη Νίκαια, στην οποία η ζωγραφική είναι γραμμική, επίπεδη και μάλλον επαρχιακή σε έμπνευση. Σε αυτή ανήκουν το παρισινό Coisl. 200, Λαύρας Β. 26, McCormick 2.400 και το χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου Add 11.836. Κατά τα τέλη του 13ου αι. ορισμένα χειρόγραφα επιστρέφουν στην αντιγραφή μικρογραφιών του 10ου αι.: Βατικανού 381, Ιεροσολύμων 37 και 51 και Παρισιού 54.
14ος και 15ος αι.Περίπου το 1300, η επαναστατική κίνηση στη μνημειακή ζωγραφική έλαβε συγκεκριμένη μορφή, φτάνοντας σε μία έκφραση γεμάτη ζωντάνια και δραματικότητα. Η Θεσσαλία (Ελασσόνα) και η Αττική (Όμορφη Εκκλησιά) έχουν τοιχογραφίες αυτής της τέχνης. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο όπου πρώτα αναπτύχθηκε αυτή η σχολή. Ο Μανουήλ Πανσέληνος, που κατά την παράδοση διακόσμησε τις τρεις μεγάλες εκκλησίες στο Πρωτάτο, στο Βατοπέδι και στο Χιλανδάρι, λέγεται ότι καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Ανάλογη θα ήταν η καταγωγή μιας άλλης ομάδας ζωγράφων, του Ευτυχίου και του Μιχαήλ του Αστραπά, που ακολούθησαν την ίδια τεχνοτροπία στη διακόσμηση της Περιβλέπτου (Άγιου Κλήμεντα) στην Αχρίδα (1294-95). Οι ίδιοι ζωγράφοι όμως στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικήτα και στο Στάρο-Ναγκορίτσινο (1316-17) ακολούθησαν ένα πιο κομψό και λιγότερο ζωντανό στιλ σαν η επαναστατική ορμή των δημιουργών τους να έσβησε κάτω από την πίεση ενός νέου ρυθμού προερχόμενου από ένα μεγάλο κέντρο. Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι η μοναδική τοιχογραφική διακόσμηση που σώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας (Καχριέ Τζαμί), θυσιάζει τον δραματικό τόνο σε μία αναζήτηση ευγένειας και σοβαρότητας, διατηρώντας συγχρόνως τη ζωηρότητα και το επικό μεγαλείο της Μακεδονικής Σχολής. Παράλληλα δημιουργούνται άλλα σύνολα στη Θεσσαλονίκη, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου (1303), ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός (1310-20), οι Άγιοι Απόστολοι (περ. 1315) και η Αγία Αικατερίνη. Ακόμα, ο ναός του Χριστού (1315, ζωγράφος Καλλιέργης) στη Βέροια, στον Μιστρά Μητρόπολη (1292) και Αφεντικό (περ. 1310) και, τέλος, στη Στουντένιτσα (1313-14) και τη Γρατσάνιτσα (1321). Η τέχνη αυτών των περίπου συγχρόνων τοιχογραφιών εμφανίζει πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις. Ορισμένα σύνολα έχουν μία ακαδημαϊκή ποιότητα, συνοδευόμενη γενικά από μία εξαιρετική ευγένεια στα χρώματα και κομψότητα στο σχέδιο. Τυπικό παράλληλο παράδειγμα αποτελούν τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας, των αρχών του 14ου αι., της Παμμακαρίστου (Φετιχιέ Τζαμί) και των Αγίων Θεοδώρων (Κιλισέ Τζαμί) στην Κωνσταντινούπολη και των Αγίων Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη.
Από το δεύτερο μισό του 14ου αι., θα πρέπει να μνημονευτούν οι τοιχογραφίες των εκκλησιών του Μιστρά: Περίβλεπτος, Αγία Σοφία και διάφορα παρεκκλήσια. Είναι έργα καλλιτεχνών που πιθανόν κατάγονται από την Κωνσταντινούπολη. Οι ιδεαλιστικές τάσεις έγιναν πιο φανερές μετά τη νίκη των ησυχαστών. Η αίσθηση του μνημειακού ελαττώνεται, ενώ οι σκηνές πολλαπλασιάζονται και γίνονται μικρότερες, ώστε να μοιάζουν με φορητές εικόνες. Οι συνθέσεις, όμως, γίνονται πιο πολύπλοκες και τα αρχιτεκτονήματα και το τοπίο αποκτούν υπερβολική σημασία, τόσο που η ανθρώπινη μορφή χάνει την αυτονομία της. Αυτή η λυρική αίσθηση εμψυχώνει τις ωραίες τοιχογραφίες του Ιβάνοβο στη Βουλγαρία και τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα, περίφημου τεχνίτη, ο οποίος πριν πάει στο Νόβγκοροντ και τη Μόσχα είχε δουλέψει σε ναούς της Κωνσταντινούπολης. Ανάλογες τάσεις ακολουθεί και ο Μανουήλ Ευγενικός που εργάστηκε στη Μιγκρέλια.
Στις αρχές του 15ου αι. η επιβίωση τεχνοτροπιών του 14ου προκάλεσε ένα είδος εκλεκτισμού, που μπορούμε να παρακολουθήσουμε στις ωραίες τοιχογραφίες της Παντάνασσας του Μιστρά (1428) καθώς και στη Μακεδονία (Καστοριά). Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατά το τέλος του 15ου και ιδίως κατά τον 16o αι., μία σειρά Κρητικών ζωγράφων συνέχισαν τις παραδόσεις της εποχής των Παλαιολόγων, στις μεγάλες διακοσμήσεις τους στο Άγιον Όρος, στα Μετέωρα και στα Βαλκάνια. Η παράδοση που δημιούργησαν –η κρητική– επέζησε με τη σειρά της σχεδόν έως τον 18o αι. Η φορητή εικόνα αποτελεί ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό καλλιτεχνικό είδος της εποχής. Εικόνες σε ψηφιδωτό, όχι μεγαλύτερες από μικρογραφίες, γίνονται έργα δεξιοτεχνίας: Δωδεκάορτο Φλωρεντίας, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες των Ντάμπαρτον Οξ, Άκρα Ταπείνωσις Τατάρνας, εικόνα του Τιμίου Σταυρού στη Ρώμη, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Λαύρας, Άγιος Δημήτριος στο Σασοφεράτο, Ευαγγελισμός του Λονδίνου, είναι μερικά από τα καλύτερα δείγματα. Σε εικόνες ζωγραφισμένες στο ξύλο οι προτομές αγίων καταλήγουν να γίνουν αληθινά πορτρέτα, με έκφραση βαθιά και μελαγχολική. Στις αρχές του αιώνα η δραματική τάση είναι εμφανής, αλλά αργότερα η έκφραση κίνησης και πάθους υποχωρεί μπροστά σε μία ορισμένη ευρυθμία ή γραφικότητα. Εικόνες όμως προορισμένες για λατρεία διατηρούν ιερατική αυστηρότητα. Κατά τον 15o αι. οι μορφές γίνονται πιο δύσκαμπτες και η κίνηση πιο περιορισμένη.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους,
η τοιχογραφία και η φορητή εικόνα εξακολούθησαν να δουλεύονται με μεγάλη επιτυχία, κυρίως από Κρητικούς καλλιτέχνες και πάντοτε στην καθαρά ελληνορθόδοξη παράδοση, με την τυπική ανάμειξη όμως δυτικών στοιχείων.
Ιστορημένα χειρόγραφα δεν υπάρχουν πολλά από τον 14o αι., αλλά ορισμένα εκτελεσμένα με το εκλεπτυσμένο ύφος της εποχής των Παλαιολόγων είναι πολύ ωραία. Ξεχωρίζουν το πορτρέτο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου στο χρυσόβουλο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, του Απόκαυκου στον Ιπποκράτη της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού και το διπλό πορτρέτο του αυτοκράτορα Ιωάννη του Καντακουζηνού στο χειρόγραφο των Παρισίων (αριθμός 1.242), καθώς και τα πορτρέτα των κτητόρων μιας μονής στο χειρόγραφο των Τυπικών του Κολεγίου Λίνκολν της Οξφόρδης. Τα πορτρέτα των Ευαγγελιστών παραμένουν πιστά στους παραδοσιακούς τύπους αλλά χάνουν ένα μεγάλο μέρος από τη σπουδαιότητά τους σε σχέση με τα στοιχεία του βάθους, όπως αρχιτεκτονήματα κ.ά.
Γλυπτική
Στο Βυζάντιο, η γλυπτική περιορίστηκε σε δευτερεύουσας σημασίας τέχνη για πολλούς λόγους. Η κοσμική-αυτοκρατορική τέχνη εξακολούθησε κατά τη ρωμαϊκή παράδοση να στήνει περίοπτους ανδριάντες πρός τιμήν των αυτοκρατόρων έως τον 7o αι. Το πιο γνωστό μνημείο ήταν ο έφιππος ανδριάντας του Ιουστινιανού στην κορυφή μιας κολόνας, δίπλα στην Αγία Σοφία, γνωστός τώρα μόνο από ένα παλαιό σχέδιο. Από την αρχή όμως επικράτησε το ανάγλυφο στις χριστιανικές παραστάσεις, το οποίο είναι σύμφωνο με τη γενική τάση της χριστιανικής τέχνης προς την υπερβατική θεώρηση της φύσης και την απομάκρυνση από τη μίμηση των μορφών της. Σαρκοφάγοι ή προσόψεις σαρκοφάγων, στήλες, κιβώρια έχουν ανάγλυφες τις δογματικές ή ιστορικές παραστάσεις. Και εδώ διακρίνονται, ήδη από την πρώτη περίοδο, στα έργα της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, δύο εντελώς αντίθετες τεχνοτροπίες, που θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν και στις επόμενες περιόδους: μία που συνεχίζει τις παραδόσεις της ρωμαϊκής τέχνης στην κλασικότερη μορφή της και μία άλλη που συνεχίζει τις λαϊκότερες –τις αποκαλούμενες και ανατολικές– παραδόσεις της ίδιας τέχνης. Η δημιουργικότερη όμως περιοχή της βυζαντινής γλυπτικής είναι αυτή της διακοσμητικής των αρχιτεκτονημάτων. Τα κιονόκρανα, τα θωράκια, τα επιστύλια και τα περιθυρώματα, τα τέμπλα, τα γείσα και άλλα στοιχεία αποτελούν απαραίτητα και οργανικά μέλη του εσωτερικού χώρου, διαρθρώνουν τις επιφάνειες και με τα μεγέθη περιορισμένης κλίμακας των διακοσμητικών τους θεμάτων παρέχουν το μέτρο ή επιτείνουν το μέγεθος του χώρου. Για αρκετούς αιώνες τα εργαστήρια της Προκοννήσου προμήθευαν έτοιμα τα γλυπτά σύνολα, τόσο στη χριστιανική Αίγυπτο όσο και στην Ιταλία κ.α.
Οι τεχνικοί τρόποι έχουν αρκετή ποικιλία –επιπεδόγλυφα, ανάγλυφα, σκαλιστά με τρυπάνι, διάτρητα–, όλοι όμως τείνουν περισσότερο στην εντύπωση χρωματικής λειτουργίας φωτοσκίασης παρά στην πλαστική προβολή του όγκου. Η τάση αυτή οδηγεί και στη χρησιμοποίηση της τεχνικής των πολύχρωμων ένθετων μαρμάρων. Τα θέματα, όταν δεν είναι καθαρά χριστιανικά (σταυρός με πουλιά ή με κλαδιά), είναι γεωμετρικά ή φυτικά σχηματοποιημένα. Στα κιονόκρανα η άκανθα πλουτίζεται με μορφές αετών ή αγγέλων. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο είναι σημαντική η επίδραση θεμάτων της ισλαμικής διακοσμητικής, συχνά με επιβιώσεις σασσανιδικής θεματολογίας. Ανάγλυφες αυτοτελείς εικόνες υπάρχουν στην πρώτη περίοδο, αλλά έχουν μεγαλύτερη διάδοση στη δεύτερη περίοδο. Από αυτήν έχουν σωθεί μερικές μεγάλες εικόνες με τη Δεομένη Θεοτόκο ανάγλυφη, που μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν τα καλύτερα δείγματα της θερμής πνοής του κλασικισμού, που ζωντανεύει τη βυζαντινή τέχνη.
Αυτή η ίδια τάση, με λαμπρά αποτελέσματα, κατέχει την ελεφαντουργία, τόσο στην πρώτη περίοδο αλλά κυρίως κατά τον 9o και 10o αι. Τρίπτυχα με χριστιανικές παραστάσεις, κιβωτίδια με μυθολογικές σκηνές, καλύμματα ευαγγελίων και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, λατρευτικά ή κοσμικά, γίνονται ή στολίζονται με σκαλιστό ελεφαντοκόκαλο, συχνά συνδυασμένο με άλλα βαρύτιμα υλικά: χρυσάφι, σμάλτο και πολύτιμες πέτρες.
Μικροτεχνία
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλες οι τέχνες που χρησιμοποιούν πολυτελή ή ευτελή υλικά για να κατασκευάσουν μικρής κλίμακας αντικείμενα, χρηστικά, διακοσμητικά ή λατρευτικά. Τα ακριβά υλικά, η λαμπερή ανταύγεια του χρυσού, η μαλακή πλαστικότητα του έκτυπου αργύρου, η χρωματιστή διαφάνεια του σμάλτου, τα σκαλιστά ελεφαντοκόκαλα και οι ανάγλυφες πέτρες και, τέλος, τα χρυσοκεντήματα, όλα συντελούν στην εξωτερική λαμπρότητα και επιβολή
της κοσμικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας ή στην εκδήλωση ύψιστης τιμής προς το κοσμούμενο αντικείμενο (εικόνες, ευαγγέλια, άγια λείψανα). Τα φτηνότερα αλλά συχνά στερεότερα υλικά, όπως ο χαλκός, το μολύβι, το σίδερο η σμαλτωμένη κεραμική, απευθύνονταν περισσότερο σε πρακτικές χρήσεις.Όλοι αυτοί οι συχνά περίτεχνοι τρόποι κατασκευής έφτασαν στο Βυζάντιο με αδιάσπαστη τεχνική παράδοση από την προηγούμενη εποχή, τη ρωμαϊκή και την ύστερη αρχαιότητα, αλλά αναπτύχθηκαν στο έπακρο στη διάρκεια της Β.α. Τα κείμενα της εποχής περιγράφουν μυθικού πλούτου διακοσμήσεις και κατασκευάσματα, τα οποία λίγο έως πολύ επαληθεύονται από πρόσφατες ανασκαφές. Από τα βυζαντινά χρυσαφικά δεν σώθηκαν πολλά. Κατά τρόπο κάπως περίεργο τα περισσότερα κοσμήματα που έφτασαν έως εμάς ανήκουν στον 6ο και στις αρχές του 7ου αι., εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι έκρυβαν τους θησαυρούς τους στη γη για να τους προφυλάξουν από εισβολείς· και τους ξαναβρίσκουμε τώρα. Ο πιο πλούσιος θησαυρός είναι της Κύπρου, με χρυσαφικά και ασημικά. Πολλά μεταγενέστερα έργα προέρχονται από τα δώρα που έστελναν οι αυτοκράτορες ή από όσα λεηλατήθηκαν από τους Σταυροφόρους στην Πόλη.Τα χρυσά κοσμήματα στολίζουν συχνά σμάλτα και πολύχρωμες πέτρες, πολύτιμες ή ημιπολύτιμες, ή και μικρά μαργαριτάρια. Από τη μεσοβυζαντινή εποχή, τα σπουδαιότερα που σώθηκαν είναι τα ελάχιστα στέμματα, χρυσά με σμάλτα, που σώθηκαν στη Βουδαπέστη και στη Ρωσία και τα οποία, μαζί με τα χρυσά λατρευτικά σκεύη που κατέληξαν στο σκευοφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, μπορούν να μας δώσουν μία ιδέα για την υψηλή ποιότητα της τεχνικής και για την άκρα ευαισθησία που είχαν αναπτύξει οι Βυζαντινοί στο ταίριασμα των υλικών.Τα σμάλτα, σε χρυσοπερίκλειστη και σε επιπεδόγλυφη τεχνική, χρησιμοποιήθηκαν με μεγάλη τέχνη κυρίως για εικονικές παραστάσεις αγίων και ευαγγελικών σκηνών επάνω σε λατρευτικά σκεύη, σε ποτήρια, λειψανοθήκες και σταυροθήκες, καθώς και σε εικόνες. Τα περισσότερα που σώθηκαν προέρχονται από αυτοκρατορικό εργαστήριο του 10ου-11ου αι. και βρίσκονται σε σκευοφυλάκια ναών της δυτικής Ευρώπης.Τα ασημένια σκεύη έχουν συχνά έκτυπες παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη (Βίος Δαβίδ, Κύπρος) ή ακόμα χριστιανικές ή αυτοκρατορικές παραστάσεις. Σε αυτά όμως επαναλαμβάνονται συχνά, στον 5ο και στις αρχές του 7ου αι., ειδωλολατρικές σκηνές που αντιγράφουν και την τεχνοτροπία ακόμα των ελληνικής τέχνης προτύπων τους. Πλούσιος όμως είναι και ο ανεικονικός διάκοσμος σε εκκλησιαστικούς δίσκους και καντήλια, όπου κυριαρχεί ο σταυρός κ.ά. Στη μεσοβυζαντινή εποχή γίνονται κυρίως ασημένια αρτοφόρια, λειψανοθήκες, σταυροθήκες και άλλα λειτουργικά σκεύη και αρχίζουν να διακοσμούν τις φορητές εικόνες με περίτεχνα ασημένια πλαίσια. Τα ασημένια αυτά ανάγλυφα παρακολουθούν σε όλες τις εποχές τις τεχνοτροπίες των άλλων κατηγοριών και περισσότερο των ελεφαντοστών.Τα υφάσματα, λεπτοΰφαντα μεταξωτά, έχουν θέματα είτε της ελληνιστικής παράδοσης (Ηρακλής κ.ά.) είτε καθαρά ανατολίτικα (περσικά), σασσανιδικά με κυνήγια κ.ά. Στη μεσοβυζαντινή εποχή κυρίως η θεματολογία περιλαμβάνει ζώα: το λιοντάρι, τον αετό, τον γρύπα, τον ελέφαντα, και αργότερα τον δικέφαλο. Εννοείται ότι τα θέματα αυτά επαναλαμβάνονται μόνα ή μέσα σε κύκλους.Τα κεντήματα με χρυσές και ασημένιες κλωστές, τα χρυσοκλαβαρικά, στόλιζαν τις αυτοκρατορικές και τις ιερατικές στολές από νωρίς. Σε μας είναι γνωστά προπάντων από λειτουργικά υφάσματα με θρησκευτικές παραστάσεις, όπως είναι ο αήρ, κάλυμμα που εξελίχθηκε σε επιτάφιο. Αλλά και τα άμφια, όπως είναι ο σάκος, τα επιτραχήλια, τα ωμοφόρια, ήταν χρυσοκεντημένα. Μεγάλος αριθμός αξιόλογων χρυσοκεντημάτων σώζεται στο Άγιον Όρος και σε άλλα μοναστήρια καθώς και σε μουσεία, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες.Αντίθετα με τις άλλες πολυτελείς τεχνικές, που ξεπέφτουν για λόγους ευνόητους στην εποχή των Παλαιολόγων, η χρυσοκεντητική ακμάζει την εποχή αυτή και συνεχίζεται ακμαία και μετά την Άλωση.Περισσότερα στοιχεία, αναφορικά με τα επιμέρους θέματα του κειμένου, θα βρει ο αναγνώστης στα σχετικά λήμματα.
«Οι Δώδεκα Απόστολοι». Στην εικόνα αυτή του β’ μισού του 11ου αι., κυριαρχούν οι τέσσερις μορφές της πρώτης σειράς, που ξαναζωντανεύουν, με την ευγένεια στις στάσεις και στις μορφές, ελληνιστικές αναμνήσεις παραστάσεων φιλοσόφων (Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο).
Τρίπτυχο με το «Δωδεκάορτο», έργο του Γεωργίου Κλότζα, χαρακτηριστικό δείγμα κρητικής τέχνης με δυτικές επιδράσεις (Μονή Ιωάννη του Θεολόγου, Πάτμος· φωτ. Ν. Κοντού).
Οι «τρεις Παίδες εν τη καμίνω» παριστάνονται σε ένα φύλλο από Ψαλτήρι· στον 11ο αι. τα αυτοκρατορικά ψαλτήρια συνεχίζουν την παράδοση της ελληνιστικής τέχνης προτύπων, όπως την είδαμε και στα χειρόγραφα του 10ου αι. (Ντάμπαρτον Οξ, Ουάσινγκτον· φωτ. Μουσείου Μπενάκη).
Βυζαντινή τοιχογραφία σε ναό στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ακτινοβολία της τέχνης του Βυζαντίου ήταν τόση, ώστε σε πολλές περιοχές εκτός του ελληνικού χώρου σώζονται έως τις ημέρες μας βυζαντινοί ναοί που προκαλούν τον θαυμασμό με την αρμονικότητα των γραμμών τους και την αρχιτεκτονική τους τελειότητα.
«Η Γέννηση», σύνθεση που απλώνεται σε αλλεπάλληλα επίπεδα προς το βάθος. Βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό της Θεσσαλονίκης, εκκλησία που είχε την τύχη να μη μετατραπεί σε τζαμί κι έτσι μας προσφέρει ένα σύνολο άθικτο από το πέρασμα των αιώνων.
Λεπτομέρεια βυζαντινής τοιχογραφίας σε ναό της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Ερείπια των τειχών της Κωνσταντινούπολης.
Φορητή εικόνα του 14ου αι., που εικονίζει τη φιλοξενία του Αβραάμ και με λυρική χάρη εκφράζει τον μυστικισμό των έργων της Κωνσταντινούπολης της εποχής του άγνωστου καλλιτέχνη (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
Μαρμάρινη πλάκα που εικονίζει τη βάπτιση του Ιησού (Μουσείο της Ρουέν, Γαλλία).
Στον 14ο αι. η μικρογραφία παρακολουθεί τη μεγάλη τέχνη στην παλαιολόγεια τεχνοτροπία, όπου οι ανθρώπινες μορφές μικραίνουν για να μεγαλώσουν τα αρχιτεκτονήματα, όπως σε αυτό το χαρακτηριστικό χειρόγραφο της Οξφόρδης (φωτ. Bodleian Library).
Τρίπτυχο του 10ου αι. (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Ανάγλυφο του 13ου αι. από την Τραπεζούντα (εκκλησία Αγίου Γεωργίου, Θεσσαλονίκη).
Βυζαντινό γλυπτό της Παναγίας (Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα).
Ο «Αρχάγγελος», εικόνα που χρονολογείται γύρω στο 1200 και βρίσκεται στη μονή Χρυσοστόμου της Κουτζοβέντης Κύπρου (από το ημερολόγιο της Εμπορικής Τράπεζας, 1969).
Ο Χριστός, τμήμα από μία τεράστια «Δέηση» στον γυναικωνίτη της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη. Το πρόσωπο θερμαίνεται από βαθύ ανθρώπινο αίσθημα. Χρονολογείται στον 12o αι., αλλά η τοποθέτησή του μετά το 1261 είναι πιθανότερη.
Ο αρχάγγελος Μιχαήλ, μία από τις ωραιότερες εικόνες των μέσων του 14ου αι., έχει την ελληνίζουσα χάρη της τέχνης της Κωνσταντινούπολης (Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα· φωτ. Hannibal).
Τοιχογραφία που εικονίζει τον «εν Κανά γάμον», που βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει τα πρόσωπα του έργου του με ενδυμασίες της εποχής του.
Ψηφιδωτό στον ναό των Αγίων Αποστόλων της Θεσσαλονίκης, έργο της εποχής των Παλαιολόγων.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από την Κοίμηση του Εφραίμ του Σύρου, η οποία βρίσκεται στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Avaπαυσά, στα Μετέωρα, και την οποία ζωγράφισε ο Κρητικός Θεοφάνης Στερλίτζας, λεγόμενος Μπαθάς, το 1527.
Ο Χριστός Παντοκράτωρ, εικόνα του 1542, έργο του Θεοφάνη Στρελίτζα, του λεγόμενου Μπαθά, που αποτελεί ένα από τα αυθεντικότερα δείγματα της τέχνης των Κρητικών που εργάστηκαν στον Άθω (Μονή Πρωτάτου, Άγιον Όρος· φωτ. Λυκίδη).
Τοιχογραφίες στον ναό του Αγίου Νικολάου του Ορφανού της Θεσσαλονίκης, εξαίρετα έργα του 14ου αι.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, σε τοιχογραφία εξαίρετης τέχνης (1527) της μονής του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα, όπου υπάρχουν και άλλες αξιόλογες τοιχογραφίες.
Εικόνα της Σταύρωσης, έργο του 14ου αι., στην οποία εκφράζεται σε απλή αλλά ρυθμική σύνθεση, με συγκρατημένο πάθος που θυμίζει αρχαία επιτύμβια, η δραματικότητα της στιγμής σε αφηρημένη δογματική παράσταση (Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα).
Εικόνα του αγίου Ιακώβου που ανακαλύφθηκε με αφαίρεση δύο μεταγενέστερων στρωμάτων (1963) και φανερώνει πόσο στενά δεμένη ήταν η ζωγραφική των εικόνων με τη σύγχρονη τοιχογραφία (μέσα 13ου αι.) (Μονή Ιωάννη του Θεολόγου, Πάτμος· φωτ. Μ. Χατζηδάκη).
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, έργο του 1100 (Μητρόπολη της Κυρήνειας, Κύπρος).
Τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου Κασνίτζη, στην Καστοριά.
Η εικόνα αυτή, γνωστή στη Ρωσία ως «Παναγία του Βλαδιμίρ», με την άκρα ευγένεια του ήθους, προσφέρει την υποδειγματική έκφραση της τρυφερότητας κατά τον βυζαντινό τρόπο. Σπάνιο δείγμα της βυζαντινής τέχνης σε φορητή εικόνα, στάλθηκε στη Ρωσία τον 12o αι. από την Πόλη.
Λεπτομέρεια από την ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης, της Νέας Μονής της Χίου. Η θλίψη της γυναίκας που εικονίζεται είναι διάχυτη στο πρόσωπό της.
Στη μονή Δαφνίου, στη μεγάλη ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης, η Παναγία ατενίζει με συγκρατημένη θλίψη τον Ιησού πάνω στον σταυρό (φωτ. Ν. Κοντού).
«Η προδοσία του Ιούδα», ψηφιδωτό του 11ου αι. στη Νέα Μονή της Χίου.
Η «εις Άδου Κάθοδος», που καλύπτει μία από τις οκτώ κόγχες της Νέας Μονής της Χίου (11ος αι.). Η τεχνοτροπία πλησιάζει περισσότερο προς το διάχωρο του Κωνσταντίνου του Μονομάχου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης παρά προς τον Όσιο Λουκά.
Η «εις Άδου Κάθοδος του Ιησού θριαμβευτή με τον Σταυρό της νίκης, που σπάει τις πύλες του Άδη και ελευθερώνει τον Αδάμ και την Εύα», συμβολίζει την Ανάσταση. Η ψηφιδωτή αυτή σύνθεση, που καλύπτει ένα μεγάλο τύμπανο στον νάρθηκα του Οσίου Λουκά και χρονολογείται στο α’ μισό του 11ου αι., με την ισόρροπη κατανομή μορφών και χρωμάτων καθώς και με την ανάταση της ηγεμονικής μορφής του Χριστού, είναι μία από τις ωραιότερες συνθέσεις του θέματος στη βυζαντινή ψηφιδογραφία.
Στον γυναικωνίτη της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλα διάχωρα παριστάνουν αυτοκρατορικά ζεύγη. Εδώ, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος και η Ζωή, δωρητές του ναού, περιβάλλουν τον ένθρονο Ιησού. Πρόκειται για εξαίρετο δείγμα τέχνης των μέσων του 11ου αι.
Σταυροθόλια στολισμένα με ψηφιδωτά στηθάρια αγίων μέσα σε κύκλο, σε ομάδες προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους. Βρίσκονται στον νάρθηκα της μονής του Οσίου Λουκά της Βοιωτίας. Διακρίνονται η Θεοτόκος και ο Πρόδρομος, σε δέηση προς τον Χριστό, που εικονίζεται στο παρακείμενο τύμπανο.
Μερικά Ευαγγέλια του 10ου αι. διατηρούν στις άψογες μικρογραφίες ευαγγελιστών ζωηρές αναμνήσεις από αρχαίες εικόνες φιλοσόφων. Στο χειρόγραφο αυτό (αριθμός 56), η σχεδόν σωστή προοπτική των επίπλων, οι φωτοσκιάσεις του ειληταρίου, η πλαστικότερη απόδοση του σώματος ξαναφέρνουν ελληνιστικές συνήθειες στον 10ο αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα· φωτ. Βυζαντινής Έκθεσης Αθηνών).
Τμήμα τοιχογραφίας από το παρεκκλήσι της Παναγίας, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στην Πάτμο. Η τοιχογραφία είναι χαρακτηριστική της τεχνοτροπίας της εποχής των Κομνηνών, στην οποία δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στις πτυχές των ενδυμασιών των προσώπων που εικονίζονται.
Στη «Βαϊοφόρο» της μονής Δαφνίου, κοντά στην Αθήνα, ο Χριστός είναι μορφή επιβλητική, αλλά γεμάτη καλοσύνη· η πτυχολογία έχει τη χάρη που ανήκει σε αυτή την τεχνοτροπία (φωτ. Ν. Κοντού).
Η «Βαϊοφόρος», τμήμα επιστυλίου τέμπλου, όπου παριστάνονται η «Δέηση» και το «Δωδεκάορτο», παρουσιάζει αντίστοιχα χαρακτηριστικά με τη σύγχρονη εικόνα της «Έγερσης του Λαζάρου» (Μονή της Αγίας Αικατερίνης, Σινά).
Η «Έγερση του Λαζάρου» αποτελεί τμήμα «Δωδεκαόρτου» από το Άγιον Όρος. Η απλή σύνθεση, όπου κυριαρχούν οι ανθρώπινες μορφές, διατηρεί στις αρχές του 13ου αι. τον μνημειακό χαρακτήρα του 12ου αι. (Συλλογή Φώτη Ζαχαρίου).
Το «Μηνολόγιο», που ζωγράφισαν οκτώ ζωγράφοι γύρω στο 1000 για τον Βασίλειο Β’, φανερώνει ότι στα αυτοκρατορικά εργαστήρια είχε μεγάλη επίδραση η επιστροφή στα ελληνιστικά πρότυπα (την ονόμασαν «αναγέννηση των Μακεδόνων»), όπως εκδηλώνεται στην απόδοση μορφών με ευγένεια και χάρη, στις καλοζυγισμένες συνθέσεις. Οι μορφές των διαβόλων δεν παρουσιάζουν ακόμα τίποτα το τερατώδες.
Στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης σώθηκαν, μετά την πυρκαγιά του 1917, αρκετά από τα ψηφιδωτά διάχωρα που είχαν στολίσει κατά καιρούς τη μεγάλη εκκλησία. Εδώ, γονείς που έρχονται από δεξιά και αριστερά αφιερώνουν τα παιδιά τους στην εικόνα του αγίου. Το τοπίο, με αναμνήσεις πομπηιανές, δεν έχει προσαρμοστεί στη γραμμική και επίπεδη εκτέλεση των προσώπων.
Στον Όσιο Δαβίδ, στη Θεσσαλονίκη, η μεγάλη κόγχη της αψίδας στολίζεται με σημαντικότατη ψηφιδωτή παράσταση του 5ου αι.: σε όραμα προφητικό του Ιεζεκιήλ, ο Χριστός παριστάνεται αγένειος θριαμβευτής μέσα σε φωτεινή δόξα που περιβάλλεται από τα τέσσερα ζώδια (φωτ. Λυκίδη).
Μία από τις «κηρόχυτες» ή εγκαυστικές εικόνες του 6ου αι. της μονής του Σινά, η εικόνα του αγίου Πέτρου που κρατεί κλειδιά και σταυρό.
Φορητή εικόνα της Παναγίας, ως ένθρονης βασίλισσας, ανάμεσα στους αγίους Δημήτριο και Θεόδωρο, που είναι ντυμένοι ως αυλικοί ακόλουθοι. Τα πρόσωπα διατηρούν προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, όπως και στα ψηφιδωτά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας στη Ραβένα, ενώ η πυκνή μετωπική σύνθεση μας φέρνει στον 6ο αι. (Μονή της Αγίας Αικατερίνης, Σινά· φωτ. Μ. Χατζηδάκη).
Λεπτομέρεια παράστασης στον μεγάλο τρούλο της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Δημήτριος στέκει ανάμεσα στους νέους κτήτορες του ναού, στη Θεσσαλονίκη, τον αρχιεπίσκοπο και τον στρατηγό (αληθινές προσωπογραφίες δίπλα στην ιδανική μορφή του νεαρού αγίου), που βοήθησαν να ξαναχτιστεί ο ναός μετά «κλύδωνα βαρβάρων», όπως πληροφορεί η επιγραφή. Η εικόνα μαρτυρεί ενιαία σύλληψη επίπεδης αλλά ρυθμικά οργανωμένης σύνθεσης (6ος-7ος αι.) (φωτ. Λυκίδη).
Ανεικονικός διάκοσμος των χρόνων της εικονομαχίας στον ναό της Αγίας Κυριακής στη Νάξο.
Στον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβένα, ένα διάχωρο απομνημονεύει την αυτοκράτειρα Θεοδώρα με την ακολουθία της· μία σειρά από προσωπογραφίες, με πυκνές αυτοκρατορικές και αυλικές στολές, όλα σε τάξη, με ρυθμική κίνηση, είναι μοναδικά δείγματα της κοσμικής τέχνης του 6ου αι.
Η δίκη του Πιλάτου, μικρογραφία του 6ου αι. στον «Πορφυρό Κώδικα», που αντιπροσωπεύει ένα ρεύμα εκφραστικής ζωγραφικής το οποίο έχει τις ρίζες του στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και γι’ αυτό τοποθετείται στην Αντιόχεια (Μητρόπολη του Ροσάνο, Ιταλία).
Λεπτομέρεια από την ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης, που βρίσκεται στη Νέα Μονή της Χίου.
Το εσωτερικό του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η γραφική Περίβλεπτος Εκκλησία προσκολλημένη στον βράχο σε στενό χώρο. Χτισμένη με πολλή επιμέλεια στη δεύτερη πετηκονταετία του 14ου αι., στολίζεται με ωραίες τοιχογραφίες.
Στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης έχει προσαρμοστεί τέλεια στον μεγάλο τρούλο η ψηφιδωτή Ανάληψη, τεράστια παράσταση του 9ου αι. Οι μορφές των Αποστόλων του τρούλου, πανύψηλες για να φαίνονται κανονικές, ανήκουν σε μια τεχνοτροπία περισσότερο γραμμική, με έντονα εκφραστικές στάσεις και χειρονομίες, ανήσυχο σχηματικό τοπίο και συμβατικά δέντρα, που επικρατούσε στη μνημειακή ζωγραφική της εποχής και θα συνεχιστεί τον 11ο αι., σε μοναστήρια όπως του Οσίου Λουκά της Βοιωτίας.
Η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη διατηρεί μορφή πολύ συγγενική με την αρχική, αν εξαιρεθούν οι μιναρέδες, που προστέθηκαν από τους Τούρκους και αντιστηρίζουν τους μεγάλους εσωτερικούς πεσσούς.
Ο τρούλος του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη έχει διάμετρο 33 μ. και μοιάζει να αιωρείται στον χώρο.
Ο Όσιος Λουκάς στη Βοιωτία διατηρεί στο εσωτερικό ακέραιη τη διακόσμηση με την πολύχρωμη ορθομαρμάρωση και τα εξαίρετα ψηφιδωτά, όλα της πρώτης πετηκονταετίας του 11ου αι. Αξιοπρόσεκτη είναι η επιτυχημένη προσπάθεια προσαρμογής της κάθε εικόνας στο αρχιτεκτονικό μέλος που στολίζει (φωτ. Ν. Κοντού).
Το καθολικό της μονής του Δαφνίου, κοντά στην Αθήνα. Οικοδόμημα του 11ου αι., παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως για την πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία και την αναζήτηση αρμονικών αναλογιών. Τα πλάγια κτίσματα είναι από το παλιό μοναστήρι της εποχής της τουρκοκρατίας.
Η βασιλική του αγίου Απολλιναρίου στη Ραβένα, κτίριο του 6ου αι. με την οποία κλείνει η μεγάλη περίοδος της τέχνης της Ραβένας και της σύζευξής της με τη βυζαντινή τέχνη.
Η εκκλησία της Σκριπούς, στον Ορχομενό, από τα παλαιότερα μεσοβυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα· χρονολογείται στο 873-4, ανήκει στον λεγόμενο ελλαδικό μεταβατικό τύπο και έχει ενδιαφέροντα γλυπτικό διάκοσμο (φωτ. Δ. Χαρισιάδη).
Ο ναός της Αχειροποιήτου, στη Θεσσαλονίκη, διατηρεί γνήσια τη μορφή της αρχικής βασιλικής του 5ου αι. (αν εξαιρεθεί το τέμπλο). Από τον αρχικό διάκοσμο διατηρούνται τα κιονόκρανα, το ωραίο δάπεδο με τις τεράστιες πλάκες (μήκος 4,31 μ.) και τμήματα διακοσμητικών ψηφιδωτών (φωτ. Ν. Κοντού).
Ο μεγάλος ναός της μονής του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία. Αφιέρωμα των μοναχών, χτίστηκε στις αρχές του 11ου αι. για να δεχτεί το λείψανο του οσίου στην ανακομιδή. Έχει χτιστεί στον τύπο του οκταγωνικού ναού, με τρόπους που επικρατούσαν στην Ελλάδα· η έντονη όμως πλαστική διάρθρωση των επιφανειών μαρτυρά πως το σχέδιο είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη (φωτ. Ν. Κοντού).
Η Παναγία των Χαλκέων, στη Θεσσαλονίκη, χτίστηκε το 1028 και ανήκει στον τετρακιόνιο τύπο με μικρούς τρούλους και διώροφο νάρθηκα, όπως χτίζονταν οι εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη. Οι προσόψεις, χτισμένες μόνο με πλίνθους, μαρτυρούν πλαστικές αναζητήσεις. Η εκκλησία αυτή ανήκε στη συντεχνία των χαλκέων της πόλης, που ήταν μία από τις οικονομικά πιο εύρωστες της Μακεδονίας.
Οι Άγιοι Θεόδωροι στον Μιστρά, μία από τις παλαιότερες εκκλησίες της βυζαντινής πόλης (1296), ίσως η τελευταία του οκταγωνικού τύπου (ο τρούλος έχει αναστηλωθεί).
Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη. Το αρχικό κτίσμα ανάγεται στον 5ο αι.
Η εκκλησία της Καταπολιανής, στην Πάρο, ξαναπήρε, μετά την «αναπαλαίωσή» της, τη μορφή του σταυρικού ναού με τρούλο, όπως είχε διαμορφωθεί τον 6o αι. από τον επίσκοπο Υλάσιο. Χαρακτηριστική είναι η ποικιλία των χρωμάτων στους δόμους που απαρτίζουν τους θόλους (φωτ. Ν. Κοντού).
Έξοχο δείγμα μέσης βυζαντινής σημειογραφίας (αγιoπολιτικής, στρογγυλής) από το «Ειρμολόγιον της Κρυπτοφέρρης» (Κώδικας Cryptensis E.γ.II, φύλλο 35υ), δίχρωμη απεικόνιση (τέλη 13ου αι.).
Η πρωιμότερη χριστιανική μουσική που σώζεται: τέλος ύμνου στην Αγία Τριάδα, με σαφή μελισματικό χαρακτήρα, σε υπολύδιο τρόπο, γραμμένος σε αρχαία ελληνική μουσική σημειογραφία, με κατά προσέγγιση απόδοση σε σύγχρονη σημειογραφία, από πάπυρο της Οξυρρύγχου (τέλη 3ου αι.).
Δείγμα εκφωνητικής σημειογραφίας (από το 500 μ.Χ. και ύστερα), που εκφράζει τη μελωδική κίνηση μόνο κατά προσέγγιση και δεν μπορεί να διαβαστεί με ακρίβεια, από ένα «Προφητολόγιο» (Σιναϊτικός Κώδικας 8, 10ος ή 11ος αι.).
Δείγμα πρώιμης ή παλαιοβυζαντινής σημειογραφίας. Πρόκειται για το πρωιμότερο χειρόγραφο, που χρονολογείται από τον 10ο αι. (Μονή Λαύρας).
Βυζαντινοί πολεμούν με υγρό πυρ, απεικόνιση σε μικρογραφία χειρογράφου του 14ου αι.
Ειλητόν του 15ου αι. από τη μονή της Μεταμόρφωσης των Μετεώρων.
Ένα από τα λαμπρότερα βυζαντινά χειρόγραφα, το «Ψαλτήρι» του 10ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Ευαγγέλιο με πλούσια εικονογράφηση, του 11ου αι., που βρίσκεται στην πάρμα (αριθμός 5) (φωτ. Βυζαντινής Έκθεσης Αθηνών, 1964).
Ένα από τα παλαιότερα χρονολογημένα ελληνικά χειρόγραφα, περγαμηνός κώδικας του 861/2 (Μονή της Μεταμόρφωσης, Μετέωρα).
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, σε τοιχογραφία του 14ου αι., στο παρεκκλήσι της μονής της Χώρας (Κωνσταντινούπολη).
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε ψηφιδωτό που βρίσκεται στον ναό της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Γρηγόριος ο Νύσσης, σε μικρογραφία του 9ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, σε τοιχογραφία του 15ου αι. στη μονή Καισαριανής (φωτ. Hannibal).
Η Ανατολή μετά τη λατινική κατάκτηση.
Το Βυζαντινό κράτος κατά την εποχή της εγκαταστάσεως των Τούρκων στην Ευρώπη.
Το Βυζαντινό κράτος κατά την πρώτη δεκαετία μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Βυζαντινό κράτος επί των τριών πρώτων Κομνηνών.
Οι Σταυροφορίες (1096-1270).
Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου από το παλάτι της Κωνσταντινούπολης, από τα καλύτερα δείγματα τέχνης της εποχής του Θεοδόσιου Β’ (5ος αι.).
Ψηφιδωτό δάπεδο από το παλάτι της Κωνσταντινούπολης (5ος αι.), που το ύφος του βρίσκεται ανάμεσα στην κλασική και τη βυζαντινή τέχνη.
Το Βυζαντινό κράτος κατά το 1045.
Ο Ιουστινιανός Α’ με μία προπορευόμενη Νίκη, σε νόμισμα του 534 (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Ο Ιουστινιανός Β’ σε νόμισμα του 685-695 (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ’, σε νόμισμα του 720-741 (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Η Ειρήνη, χήρα του Λέοντα Γ’, σε νόμισμα του 797-802 (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Το κράτος του Ιουστινιανού.
Προτομή κολοσσιαίων διαστάσεων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, από άγαλμα που ήταν στημένο στη βασιλική του Μαξέντιου (Palazzo dei Conservatori, Ρώμη).
Βυζαντινή αυτοκρατορία
Βυζαντινή αυτοκρατορία
Η Παντάνασσα, χτισμένη το 1428, επαναλαμβάνει τον αρχιτεκτονικό τύπο που είχε εγκαινιάσει στον Μιστρά το Αφεντικό (Βροντόχι) γύρω στο 1310.
Η «Αγία Παρασκευή», εικόνα του 15ου αι., που βρίσκεται στη Μητρόπολη της Πάφου στην Κύπρο.
II
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΕΤΟΣ
1. Δυναστεία Μεγάλου Κωνσταντίνου 324-364 9. Μακεδονική δυναστεία 867-1059
Κωνσταντίνος Α’, ο Μέγας 324-337 Βασίλειος Α’, ο Μακεδών 867-886
Κωνσταντίνος Β’ 337-340 Λέων ΣΤ’, ο Σοφός 886-912
Κώνστας Α’ 337-350 Αλέξανδρος 912-913
Κωνστάντιος Β’ 337-361 Κωνσταντίνος Ζ’, ο Πορφυρογέννητος 913-959
Ιουλιανός 361-363 Ρωμανός Α’, ο Λεκαπηνός * 920-944
Ιοβιανός * 363-364 Ρωμανός Β’ 959-963
Νικηφόρος Β’ Φωκάς 963-969
2. Δυναστεία Βαλεντινιανού 364-378 Ιωάννης Α’, ο Τσιμισκής * 969-976
Βαλεντινιανός 364-375 Βασίλειος Β’, ο Βουλγαροκτόνος 976-1025
Βαλέντιος 364-378 Κωνσταντίνος Η’ 1025-1028
Ρωμανός Γ’, ο Αργυρός 1028-1034
3. Δυναστεία Μεγάλου Θεοδοσίου 378-457 Μιχαήλ Δ’, ο Παφλαγών 1034-1041
Θεοδόσιος Α’, ο Μέγας 378-395 Μιχαήλ Ε’, ο Καλαφάτης 1041-1042
Αρκάδιος 395-408 Ζωή και Θεοδώρα 1042
Θεοδόσιος Β’ 408-450 Κωνσταντίνος Θ’, ο Μονομάχος 1042-1055
Μαρκιανός 450-457 Θεοδώρα 1055-1056
Μιχαήλ ΣΤ’, ο Στρατιωτικός 1056-1057
4. Δυναστεία Λέοντος του Θρακός 457-518 Ισαάκιος Α’, ο Κομνηνός * 1057-1059
Λέων Α’ 457-474
Λέων Β’ 474 10. Δυναστεία Δουκών 1059-1081
Ζήνων 474-475 και 476-491 Κωνσταντίνος Ι’, ο Δούκας 1059-1067
Βασιλίσκος * 475-476 Ρωμανός Δ’, ο Διογένης 1068-1071
Αναστάσιος Α’ 491-518 Μιχαήλ Ζ’, ο Παραπινάκης 1071-1078
Νικηφόρος Γ’, ο Βοτανειάτης 1078-1081
5. Δυναστεία Ιουστινιανού 518-610
Ιουστίνος Α’ 518-527 11. Δυναστεία Κομνηνών 1081-1185
Ιουστινιανός Α’ 527-565 Αλέξιος Α’, ο Κομνηνός 1081-1118
Ιουστίνος Β’ 565-578 Ιωάννης Β’, ο Κομνηνός 1118-1143
Τιβέριος Β’ (Κωνσταντίνος) 578-582 Μανουήλ Α’, ο Κομνηνός 1143-1180
Μαυρίκιος 582-602 Αλέξιος Β’, ο Κομνηνός 1180-1183
Φωκάς * 602-610 Ανδρόνικος Α’, ο Κομνηνός 1183-1185
6. Δυναστεία Ηρακλείου 610-717 12. Δυναστεία Αγγέλων 1185-1204
Ηράκλειος 610-641 Ισαάκιος Β’, ο Άγγελος 1185-1195
Κωνσταντίνος Γ’ και Ηρακλεωνάς 641 Αλέξιος Γ’, ο Άγγελος 1195-1203
Κώνστας Β’ 641-668 Ισαάκιος Β’ και Αλέξιος Δ’, ο Άγγελος 1203-1204
Κωνσταντίνος Δ’ 668-685 Αλέξιος Ε’, ο Μούρτζουφλος * 1204
Ιουστινιανός Β’ 685-695 και 705-711
Λεόντιος * 695-698 13. Δυναστεία Λασκαριδών 1204-1261
Τιβέριος Γ’ (Αψίμαρρος) 698-705 Θεόδωρος Α’, ο Λάσκαρις 1204-1222
Φιλιππικός (Βαρδάνης) 711-713 Ιωάννης Γ’, ο Δούκας-Βατάτζης 1222-1254
Αναστάσιος Β’ (Αρτέμιος) 713-715 Θεόδωρος Β’, ο Λάσκαρις 1254-1258
Θεοδόσιος Γ’ * 715-717 Ιωάννης Δ’, ο Λάσκαρις 1258-1261
7. Δυναστεία Ισαύρων (Συρική) 717-820 14. Δυναστεία Παλαιολόγων 1259-1453
Λέων Γ’, ο Ίσαυρος 717-741 Μιχαήλ Η’, ο Παλαιολόγος 1259-1282
Κωνσταντίνος Ε’, ο Κοπρώνυμος 741-775 Ανδρόνικος Β’, ο Παλαιολόγος 1282-1328
Λέων Δ’, ο Χάζαρος 775-780 Ανδρόνικος Γ’, ο Παλαιολόγος 1328-1341
Κωνσταντίνος ΣΤ’ 780-797 Ιωάννης Ε’, ο Παλαιολόγος 1341-1391
Ειρήνη 797-802 Ιωάννης ΣΤ’, ο Καντακουζηνός 1347-1354
Νικηφόρος Α’, ο Γενικός * 802-811 Ανδρόνικος Δ’, ο Παλαιολόγος 1379-1390;
Σταυράκιος * 811 Ιωάννης Ζ’, ο Παλαιολόγος 1390
Μιχαήλ Α’, ο Ραγκαβέ * 811-813 Μανουήλ Β’, ο Παλαιολόγος 1391-1425
Λέων Ε’, ο Αρμένιος * 813-820 Ιωάννης Η’, ο Παλαιολόγος 1425-1448
Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο Παλαιολόγος 1449-1453
8. Δυναστεία Αμορίου 820-867
Μιχαήλ Β’, ο Τραυλός 820-829
Θεόφιλος 829-842
Μιχαήλ Γ’ 842-867
* Οι αυτοκράτορες αυτοί δεν συνδέονται με τη δυναστεία με συγγενικούς δεσμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκρατορία — Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”